Είχε κάνει το τέλειο έγκλημα. Σκότωσε την Επιθυμία και την έθαψε στον τοίχο του σπιτιού του κάτω από ένα σωρό στρωμάτων λογικών αιτιάσεων. Το άρωμά της, οι μυρουδιές της και η σκιά της ακόμη, θάφτηκαν παρέα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι κάποτε κατοικούσε εκεί.
Η ζωή του επανήλθε στην κανονικότητα της, λογική και με ισορροπία. Η μέρα ξαναβρήκε τη σειρά της, αρχή-μέση-τέλος και η ρουτίνα επιβίωσης επιβλήθηκε του ασυνάρτητου χάους της βούλησης. Μέχρι που ο ανακριτής συναισθημάτων εκείνο το πρωινό χτύπησε την πόρτα.Είχε καιρό να δει την Επιθυμία να γυρνάει στους δρόμους και θέλησε να μάθει για την τύχη της.
Τον ρώτησε, με το συνηθισμένο ύφος των ανακριτών, αν ξέρει κάτι και πότε ήταν η τελευταία φορά που την είχε συναντήσει. Οι συνηθισμένες ερωτήσεις των ανακριτών. Εκείνος απάντησε ότι πάει καιρός, αλλά δεν έδωσε σημασία και δεν το ανέφερε, επειδή έτσι ήταν αυτή, ταξιδιάρα, αλανιάρα, έφευγε και ερχόταν όποτε ήθελε. Ο ανακριτής ζήτησε την άδεια να ψάξει.Έψαξε και δεν βρήκε ίχνος. Πήγε να φύγει αλλά ένας δυνατός ρυθμικός ήχος ακούστηκε. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ …. Απόρησε ξανάψαξε, μα εις μάτην.
Τικ τακ τικ τακ …. Πήγε να φύγει πάλι και πάλι και ο ήχος δυνάμωνε και εκείνος συνέχεια επέστρεφε και ξανά δεν έβρισκε κάτι. Στο τέλος ο θόρυβος έγινε εκκωφαντικός, τα πόδια τού φονιά λύγισαν κάτω απ’ τον ρυθμικό ήχο και με μια φωνή που μόλις ακουγόταν επαναλάμβανε ρυθμικά στον ρυθμό του τικ τακ – ομολογώ, ομολογώ… την σκότωσα, εγώ, εγώ, προδότρα καρδιά, μαρτυριάρα…
Κατέρρευσε.
Έντγκαρ Άλλαν Πόε “Προδότρα καρδιά”.
Καλι Παπαχρήστου
Cultural News – Πολιτιστικά Νέα
Photo cover:pixabay.com/KELLEPICS/fantasy
Διαβάστε επίσης: