Ήταν Χριστούγεννα του 1965, όταν ένα πρωτοφανές έγκλημα σε χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, θα «παγώσει» την Ελλάδα. Ένα φρικτό τριπλό έγκλημα με φονικό όπλο δηλητηριασμένους κουραμπιέδες και θύματα δύο ανήλικα κορίτσια και τον παππού τους.
Πίσω από το φονικό, κρυβόταν ο παράνομος έρωτας μια παντρεμένης γυναίκας με δύο παιδιά κι ενός αρραβωνιασμένου ηλεκτρολόγου. Το «διαβολικό ζευγάρι», όπως τους αποκάλεσε αργότερα ο Τύπος, είχε παράνομη σχέση και θέλησαν με τους φονικούς κουραμπιέδες να βγάλουν από τη μέση την 29χρονη αρραβωνιαστικιά του και να ζήσουν ανενόχλητοι τον έρωτά τους.
Ιθύνων νους του εγκλήματος ήταν η 54χρονη παντρεμένη γυναίκα, η οποία είχε ερωτευτεί τον πολύ μικρότερό της, 26χρονο ηλεκτρολόγο. Όμως, τελικά τους δηλητηριασμένους κουραμπιέδες έφαγαν οι δύο μικρές ανιψιές της κοπέλας (ηλικίας 2,5 και 3,5 ετών), όπως και ο ηλικιωμένος πατέρας της, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.
Το χρονικό του φρικτού εγκλήματος
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1965, η 54χρονη γυναίκα αγόρασε κουραμπιέδες, τους “πασπάλισε” με παραθείο και τους έβαλε σε ένα κουτί με προορισμό την οικογένεια της 29χρονης. Το δέμα έφτασε στο χωριό με ΚΤΕΛ και το παρέλαβε ο αδελφός της κοπέλας.
Εκείνη την ημέρα, όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, κουραμπιέ έφαγε μόνο ο 70χρονος, επειδή οι υπόλοιποι νήστευαν. Την επομένη το πρωί, ανήμερα των Χριστουγέννων, ο ηλικιωμένος πέθανε μετά από φρικτούς πόνους. Όλοι, ακόμη και ο γιατρός της περιοχής, θεώρησαν ότι τον “πρόδωσε” η καρδιά του. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη φρικτή αλήθεια.
Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, τα δύο κοριτσάκια βρήκαν το κουτί με τους κουραμπιέδες και έφαγαν από μισό το καθένα. Λίγο μετά, άρχισαν να σφαδάζουν από τους πόνους. Τα παιδιά μεταφέρθηκαν από τον πατέρα τους εσπευσμένα στο νοσοκομείο του Αγρινίου, όπου και άφησαν την τελευταία τους πνοή.
Η 29χρονη που ήταν ο στόχος της 54χρονης υπέστη δηλητηρίαση, ωστόσο γλίτωσε, διότι “τίναξε τη ζάχαρη με το δηλητήριο“, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα. Επίσης, τυχερές στάθηκαν μία ξαδέρφη της και μία γειτόνισσά της.
Η ομολογία
Από τις σχετικές τοξικολογικές εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι οι θάνατοι προήλθαν από δηλητηρίαση. Στο σπίτι της δράστιδας στην Αμφιλοχία, σε μια τρύπα του τοίχου, οι αρχές εντόπισαν το παραθείο.
Η 54χρονη συνελήφθη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και, τρεις μέρες μετά «έσπασε» και ομολόγησε ότι εκείνη ήταν που έστειλε το κουτί με τους “φονικούς” κουραμπιέδες “χωρίς να υποπτευθή ότι θα την πλήρωναν άλλοι“.
«Ναι, εγώ μ’ αυτόν τα καταφέραμε. Μην με ρωτάτε τίποτε άλλο. Ό,τι έγινε, τα ξέρει όλος ο ντουνιάς. Αφήστε με στη στενοχώρια μου», παραδέχτηκε.
Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας, τον Μάρτιο του 1967. Η δράστιδα προσήλθε με την κατηγορία της φυσικής αυτουργίας και ο 27χρονος εραστής της με εκείνη της ηθικής. Η γυναίκα ισχυρίστηκε ότι ο εραστής της οργάνωσε το σχέδιο εξόντωσης της αρραβωνιαστικιάς του.
Από την πλευρά του, ο 27χρονος αρνήθηκε τα πάντα. “Είμαι αθώος. Το σφάλμα μου ήταν ότι επί ενάμιση χρόνο είχα ερωτικές σχέσεις με την Τ.“, ισχυριζόταν. Υποστήριξε, μάλιστα, πως εκείνη τον ακολουθούσε όπου πήγαινε και είχε συνάψει σχέση μαζί της από οίκτο.
“Η Ε. το έπραξε δια να βγάλει από την μέσην την Β. και να με έχει πάντα κοντά της. Λυπάμαι την οικογένειά της, αλλά εγώ δεν φταίω σε τίποτα“, είπε κατά τη διάρκεια της δίκης ο νεαρός ηλεκτρολόγος.
Η νεαρή αρραβωνιαστικιά που ήταν και ο στόχος του “διαβολικού ζευγαριού”, κατέθεσε πως εκείνος την εκβίαζε να του στείλει χρήματα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση δεν θα τον έβλεπε ξανά.
Η απόφαση του δικαστηρίου
Σύμφωνα με την Μηχανή του Χρόνου, ο εισαγγελέας της έδρας ήταν καταπέλτης κατά την αγόρευσή του. Χαρακτήρισε “λύκους” και τους δύο κατηγορούμενους, θεώρησε την “φαρμακεύτρια” πειθήνιο όργανο του εραστή της και ζήτησε την παραδειγματική καταδίκη τους.
Ύστερα από δέκα ημέρες δίκης, το Κακουργιοδικείο εξέδωσε την απόφασή του. Η πρόταση του εισαγγελέα δεν εισακούστηκε. Οι ένορκοι καταδίκασαν την 54χρονη σε 20 χρόνια κάθειρξη και 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ αθώωσαν τον 27χρονο εραστή της.
Ο εισαγγελέας εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στην απόφαση των ενόρκων, χαρακτηρίζοντάς την “σκανδαλωδώς πεπλανημένη“. Ζήτησε η υπόθεση να εκδικαστεί σε άλλο Κακουργιοδικείο, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε.