Το ημερολόγιο δείχνει 8 Δεκεμβρίου του 1980, όταν ο Τζον Λένον, πέφτει νεκρός. Ο πλανήτης παγώνει στο άκουσμα της είδησης και οι λεπτομέρειες που θα δουν στη συνέχεια το φως, σοκάρουν.
Το μοιραίο εκείνο βράδυ, ο Μαρκ Τσάπμαν πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα το πρώην “Σκαθάρι” έξω από το σπίτι του (στο ιστορικό κτίριο Dakota της Νέας Υόρκης) και ενώ ο τελευταίος επέστρεφε μετά από την ηχογράφηση των τραγουδιών Walking on Thin Ice και It Happened, που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο του.
Ο Τσάπμαν είχε προσεγγίσει τον Λένον νωρίτερα την ίδια ημέρα, κατά την αναχώρησή του από το σπίτι του, αποσπώντας μάλιστα ένα αυτόγραφο του. Μετά την επιστροφή του Τζον Λένον από το στούντιο ηχογράφησης, ο Τσάπμαν τον πυροβόλησε πισώπλατα, συνολικά τέσσερις φορές. Σύμφωνα με την αυτοψία, οι μισές σφαίρες διαπέρασαν το αριστερό μέρος του σώματός του στο ύψος του στήθους, ενώ οι υπόλοιπες τον τραυμάτισαν κοντά στον αριστερό ώμο. Όλες προκάλεσαν εσωτερική αιμορραγία, ενώ η θανάσιμη σφαίρα διαπέρασε την αορτή του.
Οι επόμενες ώρες από τη δολοφονία
Σύμφωνα με τις αναφορές των μαρτύρων και των αστυνομικών αρχών, μετά τη δολοφονία, ο Τσάπμαν παρέμεινε στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την άφιξη της αστυνομίας. Εκτός από το όπλο, στην κατοχή του υπήρχαν ένα αντίτυπο του δίσκου Double Fantasy, στο εξώφυλλο του οποίου είχε υπογράψει νωρίτερα ο Λένον, ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος The Catcher in the Rye του Τ. Ν. Σάλιντζερ, καθώς και κασέτες με τραγούδια των Beatles. Ο Λένον οδηγήθηκε αμέσως στο νοσοκομείο Ρούζβελτ, όπου επισημοποιήθηκε ο θάνατός του. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του αποτεφρώθηκε στο κοιμητήριο του Φέρνκλιφ, στη Νέα Υόρκη.
Ο Μαρκ Τσάπμαν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Σε ψυχιάτρους του δικαστηρίου διηγήθηκε πως «κακά πνεύματα» τον παρότρυναν να δολοφονήσει τον τραγουδιστή, ενώ το 2004 ομολόγησε επίσης πως ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στην εγκληματική του ενέργεια ήταν η επιθυμία του να προβληθεί, αισθανόμενος πως μέχρι τότε ήταν ασήμαντος.
”Προσπαθούσα να κάνω θετικές σκέψεις στη ζωή μου, αλλά έπαθα κατάθλιψη. Έπινα κι απομονώθηκα από τον εαυτό μου, την οικογένεια μου. Είχα τάσεις αυτοκτονίας κι ίσως αυτός ήταν ακόμα ένας λόγος που έφτασα στην απόφαση να σκοτώσω κάποιον. Ίσως απλώς ήθελα να τελειώσουν όλα για μένα. Για άλλη μια φορά θέλω να πω ότι δεν ψάχνω για δικαιολογίες. Ήμουν εκεί, το έκανα, θα μπορούσα να κάνω μεταβολή και να φύγω, όμως είχα κάνει την επιλογή μου. Η λάμψη της δόξας ήταν εκεί. Δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Η αυτοεκτίμησή μου ήταν πληγωμένη. Έψαχνα να βρω διέξοδο. Επέλεξα τη χειρότερη και ήταν τρομερό…” αναφέρει στην κατάθεσή του.
Οι δικηγόροι που ανέλαβαν την υπεράσπισή του ισχυρίστηκαν ότι έπασχε από ψυχική διαταραχή, βασισμένοι σε μαρτυρία ειδικών ιατρών ότι ο Τσάπμαν βρισκόταν σε παραλήρημα και ψύχωση όταν διέπραξε το έγκλημα. Ο ίδιος όμως είπε στο δικηγόρο του ότι θα δήλωνε ένοχος καθώς “η απόφασή του ήταν θέλημα Θεού” και πως «κακά πνεύματα» τον παρότρυναν να δολοφονήσει τον Τζον Λένον. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη με όρο την παροχή ψυχιατρικής φροντίδας. Ο Τσάπμαν βρίσκεται στη φυλακή από το 1981 παρά τις διάφορες εκστρατείες για την αποφυλάκισή του και τις εννέα εφέσεις που έχει ασκήσει.
Τα τελευταία λόγια του Τζον Λένον
Τα τελευταία λόγια του Τζον Λένον αποκαλύφθηκαν σε ένα νέο ντοκιμαντέρ το οποίο περιλαμβάνει επίσης μια ηχογράφηση του Μαρκ Τσάπμαν. Η σειρά «John Lennon: Murder Without A Trial» περιλαμβάνει συνεντεύξεις με μάρτυρες της δολοφονίας, ενώ εξετάζει και τις θεωρίες συνωμοσίας που ακολούθησαν.
Ο τίτλος της σειράς, όπως σημειώνει στην Telegraph η Ανίτα Σινγκ, αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Τσάπμαν ομολόγησε την ενοχή του για φόνο δεύτερου βαθμού την παραμονή της δίκης του.
Στο ντοκιμαντέρ μιλάει ο οδηγός ταξί Ρίτσαρντ Πίτερσον, ο οποίος ήταν σταθμευμένος έξω από το κτίριο Ντακότα, όπου ζούσε ο Λένον, και είδε τον πυροβολισμό. «Ο Λένον έμπαινε μέσα και ένα παιδί τού λέει “Τζον Λένον”. Ήταν ένας χοντρός τύπος. Τον κοιτούσα από το μπροστινό παράθυρο του ταξί. Τον είδα να τον πυροβολεί. Αυτός ο τύπος μόλις είχε πυροβολήσει τον Τζον Λένον. Νόμιζα ότι γύριζαν ταινία, αλλά δεν είδα φώτα ή κάμερες, οπότε συνειδητοποίησα, ρε, αυτό δεν είναι ταινία».
Ο θυρωρός, Τζέι Χάστινγκς, ο οποίος εργαζόταν στη ρεσεψιόν στο κτίριο, άκουσε τα τελευταία λόγια του Τζον Λένον. «Πέρασε τρέχοντας από δίπλα μου. Είπε “με πυροβόλησαν”. Έβγαινε αίμα από το στόμα του και σωριάστηκε στο πάτωμα. Τον γύρισα ανάσκελα και του έβγαλα τα γυαλιά, τα έβαλα στο γραφείο. Και η Γιόκο ούρλιαζε, “πάρτε ένα ασθενοφόρο, πάρτε ένα ασθενοφόρο, πάρτε ένα ασθενοφόρο”».
Ο αξιωματικός της Νέας Υόρκης, Πίτερ Κάλεν, ήταν εκείνος που συνέλαβε τον Τσάπμαν. «Του βάλαμε χειροπέδες και ήταν περίεργο: δεν υπήρχε καθόλου αντίσταση. Ουσιαστικά μάς ζήτησε συγγνώμη. Μου είπε, “Λυπάμαι παιδιά, σας κατέστρεψα τη νύχτα”. Του απάντησα, “Μάλλον μας κάνεις πλάκα. Ξέρεις ότι μόλις κατέστρεψες όλη σου τη ζωή;”», περιγράφει για την πρώτη αντίδραση του δράστη μετά τη δολοφονία.
Η αντίδραση της Γιόκο Όνο
Στο ίδιο ντοκιμαντέρ, η νοσοκόμα Μπάρμπαρα Κάμερερ περιγράφει την αντίδραση της Γιόκο Όνο στα νέα του θανάτου του συντρόφου της. «Εκείνη γονάτισε και εγώ γονάτισα δίπλα της. Είχε τα χέρια της γύρω μου και της έλεγα διαρκώς ότι ο Λένον δεν πονούσε, δεν φοβόταν. Τότε η Γιόκο είπε: “Πρέπει να γυρίσω σπίτι. Πρέπει να δω τον γιο μου”. Δεν ήθελε να το ακούσει το παιδί στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση».
Ο οικογενειακός φίλος, Ελιοτ Μιντζ επισκέφτηκε τη Γιόκο Ονο την επόμενη μέρα της δολοφονίας. «Η Γιόκο άνοιξε την τηλεόραση. Αν και ο ήχος ήταν κλειστός, έδειχνε μόνο ένα πράγμα ξανά και ξανά και ξανά. Ακούγαμε τους θαυμαστές που είχαν συγκεντρωθεί στον δρόμο από κάτω να τραγουδούν. Αν και ήμασταν στον τελευταίο όροφο, το ακούγαμε πολύ καθαρά. Και μετά η Γιόκο με κοίταξε και είπε, “γιατί να το κάνει αυτό ο άντρας;”. Δεν το έχω πει ποτέ πριν, αλλά ένα από τα πράγματα που μου ζήτησε η Γιόκο ήταν να εξετάσω τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας μετά τη δολοφονία του Τζον. Οι δυο τους ήταν πεπεισμένοι ότι κάποιος παρακολουθούσε το διαμέρισμά τους», αποκαλύπτει χαρακτηριστικά.
Το «μυστήριο» με την αποτέφρωση
Έχουν περάσει 44 χρόνια από τη δολοφονία του Λένον, και μέχρι τώρα παραμένει μυστήριο ο λόγος για τον οποίο ο καλλιτέχνης δεν ετάφη με μια παραδοσιακή κηδεία. Στη διαθήκη του, δεν διευκρίνισε την επιθυμία για αποτέφρωση. Ωστόσο, όρισε τη σύζυγό του, ως μοναδική κληρονόμο της περιουσίας του, και υπεύθυνη για να ρυθμίσει τα της κηδείας του.
Οι εικασίες σχετικά με την απόφαση της Όνο να προχωρήσει σε καύση επικεντρώνονται γύρω από την πιθανότητα να την επηρέασε η αποδοκιμασία της οργανωμένης θρησκείας από τον Λένον. Μετά τον θάνατο του, η σορός του μεταφέρθηκε από το νεκροτομείο στο νεκροταφείο Frank E. Campbell στο Μάντισον και στην 81η οδό της Νέας Υόρκης. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο Ferncuff στο Χάρτσντεϊλ για αποτέφρωση.
Όσο για τις στάχτες του τραγουδιστή, αυτές σκορπίστηκαν στο Central Park της Νέας Υόρκης. Ένα μνημείο που βρίσκεται στο πάρκο με το όνομα Strawberry Fields αφιερώθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1985, ημερομηνία γενεθλίων του εκλιπόντος μουσικού, ως φόρος τιμής στη ζωή και την κληρονομιά του.
«Το έκανα για να γίνω διάσημος»
Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει κασέτες του Τσάπμαν όπου εξηγεί τις ενέργειές του στη νομική ομάδα του. Σε μια ηχογράφηση λέει: «Λοιπόν, αυτή είναι κάπως τρελή σκέψη, αλλά σκέφτηκα ότι θα γίνω διάσημος αν σκότωνα κάποιον. Ξέρεις αυτό το βιβλίο (του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ) “Ο Φύλακας στη Σίκαλη”; Είχα αυτό το βιβλίο πάνω μου και σκέφτηκα ότι θα γίνω ο χαρακτήρας του βιβλίου, ο Χόλντεν Κόλφιλντ. Είναι ειλικρινής μου πεποίθηση ότι σκότωσα τον Τζον Λένον για να κάνω όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους να διαβάσουν το “Φύλακα στη Σίκαλη”».
Αργότερα ακούγεται να λέει: «Να τι λέω για τον Τζον Λένον. “Το μόνο που χρειάζεσαι είναι αγάπη”, το έχεις ακούσει ποτέ; Λοιπόν, το μόνο που χρειάζεστε είναι αγάπη και 250 εκατομμύρια δολάρια. Ο Λένον ήταν το μεγαλύτερο, πιο ψεύτικο κάθαρμα που έζησε ποτέ. Δεν επρόκειτο να αφήσω τον κόσμο να τον ανεχτεί για άλλα 10 χρόνια».