Έγραψε το γράμμα. Αυτή η στιγμή ευδιαθεσίας την έ­κανε σχεδόν να αρχίσει να ξανασκέφτεται την ανα­γκαιότητα του θανάτου της μα είχε πάρει πια τα χάπια, ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω.

Έτσι κι αλλιώς, και άλλες φορές είχε στιγμές ευδια­θεσίας, όπως αυτή· άλλωστε δεν αυτοκτονούσε επειδή ήταν μια γυναίκα δυστυχισμένη και πικραμένη, που ζού­σε μέσα σε διαρκή κατάθλιψη. Είχε περάσει πολλά βρά­δια της ζωής της κάνοντας χαρούμενους περιπάτους στους δρόμους της Λιουμπλιάνας ή κοιτάζοντας -από το παράθυρο του δωματίου της στη μονή- το χιόνι που έ­πεφτε στη μικρή πλατεία με το άγαλμα του ποιητή. Κά­ποια φορά είχε περάσει έναν ολόκληρο μήνα πετώντας στα σύννεφα, επειδή ένας άγνωστος άντρας τής είχε δώ­σει ένα λουλούδι στο κέντρο της ίδιας πλατείας. Πίστευε ότι ήταν ένας απόλυτα φυσιολογικός άν­θρωπος.

Η απόφασή της να πεθάνει οφειλόταν σε δύο πολύ απλούς λόγους και ήταν σίγουρη ότι, αν άφηνε μια επεξηγηματική επιστολή, πολλοί θα συμφωνούσαν μα­ζί της.

Ο πρώτος λόγος: όλα στη ζωή της ήταν ίδια- εξάλλου -αφού περάσουν τα νιάτα- επέρχεται ο μαρασμός, με τα γηρατειά να αφήνουν αμετάκλητα σημάδια, τις αρ­ρώστιες να καταφθάνουν και τους φίλους να φεύγουν. Τέλος πάντων, το να συνεχίσει να ζει δεν της πρόσφε­ρε τίποτα πια αντίθετα, οι πιθανότητες να αρχίσει να υποφέρει αυξάνονταν κατά πολύ. Ο δεύτερος λόγος ήταν πιο φιλοσοφικός: η Βερόνι­κα διάβαζε εφημερίδες, έβλεπε τηλεόραση και ήταν ε­νημερωμένη για όσα συνέβαιναν στον κόσμο.

Όλα ήταν στραβά και εκείνη δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να διορθώσει αυτή την κατάσταση – γεγονός που της προ­ξενούσε την αίσθηση ότι είναι τελείως άχρηστη. Σε λίγο, πάντως, θα ζούσε την τελευταία εμπειρία της ζωής της, που υποσχόταν να είναι πολύ διαφορετική: το θάνατο. Έγραψε το γράμμα για το περιοδικό, ύστε­ρα άφησε εκείνο το θέμα, συγκεντρώθηκε σε πράγμα­ τα πιο σημαντικά και ταιριαστά για εκείνη τη στιγμή της ζωής της – ή μάλλον του θανάτου της. Προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν να πεθαίνει, αλλά δεν τα κατάφερε.

Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε λό­γος ν’ ασχολείται, αφού θα το μάθαινε σε λίγα λεπτά. Πόσα λεπτά; Δεν είχε ιδέα. Όμως την ευχαριστούσε το γεγονός ό­τι επρόκειτο να μάθει την απάντηση σε αυτό για το ο­ποίο όλοι αναρωτιούνται: Υπάρχει θεός; Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε με πολλούς ανθρώπους, δεν ήταν αυτή η μεγάλη εσωτερική αναζήτηση της ζω­ής της.

Στο πάλαι ποτέ κομουνιστικό καθεστώς στην ε­πίσημη εκπαίδευση υποστηριζόταν ότι η ζωή τελείωνε με το θάνατο και η Βερόνικα κατέληξε να εξοικειωθεί με αυτή την ιδέα. Απ’ την άλλη μεριά, η γενιά των γο­νιών της και των παππούδων της πήγαινε ακόμη στην εκκλησία, για προσκύνημα, προσευχόταν και ήταν α­πόλυτα πεπεισμένη ότι ο Θεός εισακούει τα λόγια μας.

Στα είκοσι τέσσερα χρόνια της, αφού έζησε όσα της επιτράπηκε να ζήσει -και δεν ήταν λίγα!-, η Βερόνικα ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η ζωή τελείωνε με το θάνατο. Γι’ αυτό είχε επιλέξει την αυτοκτονία: επιτέλους ελευ­θερία. Αιώνια λήθη.

Η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει, ΠΑΟΥΛΟ ΚΟΕΛΟ, εκδόσεις Λιβάνη, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/fog

Διαβάστε επίσης: