Γείτονες: βαριεστημένες, κατάκοπες μέλισσες. Κοινά ήθη: σύφιλη, Προκαταλήψεις: οσμή θανάτου. Τρέχουσα ηθική: όργανο εύκαμπτο στα χέρια ζηλωτών. Που θέλουν να διαμελίσουν όσους ξεφεύγουν από το κοπάδι
Μαλακισμένη αλλόφυλη. Από το να κυκλοφορώ καβάλα στη λίμo σου, προτιμώ να μαζεύω ραδίκια. Πού με βρήκες αδύναμη και με ξετρύπωσες; Εσύ που έπρεπε να μαζεύεις τα ψίχουλα από το τραπέζι μου και να χορταίνεις. Τι ξέρει ο γάτος από γείτονες; Γείτονες: βαριεστημένες, κατάκοπες μέλισσες. Κοινά ήθη: σύφιλη, Προκαταλήψεις: οσμή θανάτου. Τρέχουσα ηθική: όργανο εύκαμπτο στα χέρια ζηλωτών. Που θέλουν να διαμελίσουν όσους ξεφεύγουν από το κοπάδι. Που προκαλούνται από χαρίσματα που τα έχουν οι γάτες από γεννησιμιού τους. Όργανο στα χέρια άξεστων φανατικών. Που θέλουν να εκμηδενίσουν όσους ζουν δίχως να λογοδοτούν στις γρίλιες. Όσους δεν υποφέρουν από προχωρημένο εκφυλισμό του χαρίσματος. Που έχει η γάτα από γεννησιμιού της.
Πώς σου φαίνεται αυτή η πρόταση, κοινή γνώμη; «Θα αγκαλιαζόμαστε και τα δάχτυλα εκείνου θα γλιστρούν στη ράχη μας». Από βιβλίο είναι, χαζή. Κανένα κατάλληλο κηρυγματάκι για την περίπτωση; Προκαλείσαι από αυτήν την πρόταση, κοινή γνώμη; Πρόκληση: ό,τι δεν τολμάς, ενώ το θέλεις. Φτάνει μια πρόταση από βιβλίο, ηλίθια, για να προκληθείς. Όχι κηρύγματα σ’ εμένα, λοιπόν, πνεύμα της υποκρισίας. Καίγεσαι για να νιώσεις τα δάχτυλα εκείνου να γλιστρούν στη ράχη σας. Εξάγνισε τον πόθο σου με ευχέλαιο. Με κατάρες γι’ αυτούς που δεν σου επιτρέπουν να θέλεις και να τολμάς. Εσύ που κρυφοπηδάς τη γυναίκα του φίλου σου. Που κληρονομείς ασμένως τον πατέρα που μίσησες. Που μακελεύεις το παιδί σου με όνειρα διευθυντή. Τη γυναίκα σου, με όλα τα κοινωνικά ισοδύναμα της τρομοκρατίας.
Τρέχουσα ηθική: όργανο εύκαμπτο στα χέρια ζηλωτών. Που θέλουν να διαμελίσουν όσους ξεφεύγουν από το κοπάδι. Που προκαλούνται από χαρίσματα που τα έχουν οι γάτες από γεννησιμιού τους
Πάρε τους βιβλικούς σου αφορισμούς και δρόμο. Εδώ δεν έχεις θέση. Όχι τρομοκρατίες εδώ. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι πράοι, με πολλή αγάπη μέσα τους. Που δεν μακελεύουν για να γεμίσουν το κενό της ανούσιας ζωής τους. Εδώ υψηλές προσδοκίες, εδώ φιλοδοξίες υπέρμετρες. Να καταστρέψουμε ό,τι θεωρείς ανώτερο από την ίδια τη ζωή. Εδώ πολλή αγάπη. Για όλους. Μέχρι και για τους γείτονες. Κι όταν ανατριχιάζω πού και πού από ένα αεράκι αραβικό, όνειρα για Ταγγέρη. Φίλα με, μωρό μου, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Αλλιώς οι γείτονες θα μείνουν εκεί, μήνες θα στέκουν πίσω από τις γρίλιες. Μέχρι να βρουν τα σάπια απομεινάρια τους πάνω στις γυαλισμένες σανίδες του πατώματος. Αυτοί θα στέκουν.
Και το πρωί, λίγα λόγια. Ωραίο αυτό το φουστάνι. – Ναι, ωραίο. – Καλός ο καφές. – Τέλειος. – Σε ευχαριστώ. – Θέλεις αφρόλουτρο; – Θέλω. Σαν μικρά παιδιά που δεν μπορούν να μιλήσουν. Σαν σαλεμένοι στρατιώτες ύστερα από πόλεμο.
Απόγευμα, ο ήχος από το Όπους 109 φτάνει ως την κουζίνα. Ανεβάζω στο τραπέζι το κοριτσάκι του γείτονά μου. Τη μοναδική του δόξα. Του φοράω το ρολόι μου. Απαλείφω με παγωτό ένα παράπονο. Λέω μια ιστορία για ένα σφαγμένο παπαγάλο. Κλειδωνόμαστε για λίγο στην κουζίνα, βοηθάμε αρειανούς εισβολείς να βρουν το δρόμο για την κατσαρόλα. Πάμε επίσκεψη στον Ιούλιο Βερν και στο μακρινό νησί του. Μαϊμούδες μάς συντρέχουν. Μετά στο σαλόνι, που το λέτε λίβινγκ. Ουίσκι για μένα, σαμπούκα ντραμπουί για σένα, πορτοκαλάδα για τη μικρή. Και ένας καυτός άνεμος στα παραθυρόφυλλα. Σαν να έρχεται από φαράγγι. Μην ξενυχτήσουμε πολύ, μωρό μου. Σάββατο αύριο – έχω να πάω παπαρούνες στο νεκροταφείο.
Μαλβίνα Κάραλαη, «Σαββατογεννημένη», απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Stefan Keller
Διαβάστε επίσης: