Γυναίκα καλλιεργημένη και πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μοναδική στο είδος της, η Σαπφώ Νοταρά παραμένει η αγαπημένη «αγριοφωνάρα» του ελληνικού κινηματογράφου. Συνυφασμένη με ρόλους φωνακλούς, γκρινιάρας μα και καλόψυχης υπηρέτριας ή μητέρας, με χαρακτηριστικά δυνατή και βραχνή φωνή, άφησε εποχή με τις ερμηνείες της και τις αξέχαστες ατάκες της.
Όπως θα διαπιστώσετε στην παρακάτω φωτογραφία, η Σαπφώ Νοταρά στα νιάτα της ήταν μια όμορφη και γοητευτική γυναίκα με φινέτσα και στιλ.
Ο δημοσιογράφος και συλλέκτης, Άρης Λουπάσης, σε παλαιότερη ανάρτησή του είχε γράψει για τη συγκεκριμένη φωτογραφία:
«Η Σαπφώ Νοταρά αρχές της δεκαετίας του ’30 στα πρώτα καλλιτεχνικά της βήματα, μια γοητευτική δεσποινίδα με φινέτσα και στυλ και κυρίως εξαιρετική μόρφωση, βαθιά καλλιέργεια και παιδεία. Γεννημένη στα Γιάννενα αρχές του 20ου αιώνα θα εγκατασταθεί με την οικογένειά της μετά τον χαμό του πατέρα της στο Ηράκλειο Κρήτης. Λίγα χρόνια αργότερα και έπειτα από τον χωρισμό της αδερφής της μετακομίζουν οικογενειακώς μόνιμα πλέον στην Αθήνα. Με μεγάλη αγάπη για την μελέτη και το διάβασμα καταφέρνει να εισαχθεί στην Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών (σημερινή Α.Σ.Ο.Ε.Ε), γεγονός σπάνιο για τις γυναίκες της εποχής.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών εργάζεται σε τράπεζα και αποφασίζει να φύγει από την οικογένεια και να ζήσει μόνη της, στοιχείο του ανατρεπτικού και αντισυμβατικού χαρακτήρα της για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Σύντομα εγκαταλείπει την συγκεκριμένη ενασχόληση για να αφοσιωθεί το 1925 στην υποκριτική και εισάγεται στην σχολή του Εθνικού και στην συνέχεια στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Το καλλιτεχνικό ξεκίνημα γίνεται στο “Λαϊκό Θέατρο” του σκηνοθέτη και συγγραφέα Βασίλη Ρώτα στην παράσταση “Καραγκιόζης” όπου ξεχωρίζει με την σαρωτική και πληθωρική παρουσία της. Ο συγκεκριμένος θεατράνθρωπος γοητευμένος από την χάρη και την προσωπικότητά της, φιλοτεχνεί προσωπογραφίες και σκιτσογραφίες με την ίδια, εκφράζοντας τον θαυμασμό στο πρόσωπο της.
Παράλληλα με την υποκριτική σπουδάζει και κλασικό χορό, μια τέχνη που θα λατρέψει κυριολεκτικά παρακολουθώντας με ευλάβεια ατέλειωτες χορευτικές παραστάσεις. Η πολύχρονη θεατρική της διαδρομή υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική σε μεγάλους ρόλους σε όλα τα είδη ρεπερτορίου αναδεικνύοντας κάθε φορά περίτρανα την τεράστια υποκριτική της δεινότητα.
Η μεγάλη και πλατιά αναγνώριση έρχεται από τον κινηματογράφο αποτυπώνοντας συγκλονιστικά μια ξεχωριστή κωμική φιγούρα που όμοιά τής δεν υπήρξε ποτέ. Ένας μοναχικός, κλειστός και μυστηριώδης πολλές φορές χαρακτήρας αλλά και ένα σπάνιο πλάσμα με λίγους καλούς φίλους και βαθιά αίσθηση του χιούμορ που κατάφερε όλη της η ζωή να συμβαδίζει πάντα με την τέχνη μέχρι το τέλος της τον Ιούνιο του ’85”».