Ο Μιχάλης Γκανάς, ένας από τους πιο σπουδαίους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας, έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 12 Νοεμβρίου σε ηλικία 80 ετών, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ποίηση. Μάλιστα, πολλά από τα ποιητικά του πονήματα έγιναν τραγούδια στα χέρια μεγάλων συνθετών και «ζωντάνεψαν» μέσα από τις φωνές κορυφαίων καλλιτεχνών.
Ο θάνατός του άφησε φτωχότερο τον ελληνικό πολιτισμό και προκάλεσε θλίψη σε όλους όσοι μεγάλωσαν με τα ποιήματά του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως τις τελευταίες ώρες τα social media έχουν «πλημμυρίσει» με στιχάκια που έγραψε ο Μιχάλης Γκανάς. Ένα από τα αφιερώματα που γράφτηκαν για τον σπουδαίο ποιητή, και τράβηξε την προσοχή μας, είναι εκείνο του bookpress.gr.
Γράγει, λοιπόν στο αφιέρωμα πως οι στίχοι του δεν υποσκίασαν τα ποιήματα, ούτε τα ποιήματά του δεν υπονόμευσαν τους στίχους του. Μέσα από κάθε είδος γραφής, ο Μιχάλης Γκανάς ήταν ένας «καλός αγωγός», ο οποίος έφερε στο σήμερα τρόπους, ήχους, αρετές και ήθος, μιας εποχής κι ενός τόπου [της ορεινής Ηπείρου, στην περίπτωσή μας] παρατείνοντας και παραδίδοντας τη μνήμη και τον χρόνο σε κάθε αναγνώστη.
«Απαχθέντες απ’ τους αντάρτες»
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Το 1948 βρέθηκε στην Αλβανία και έναν χρόνο μετά, στην Ουγγαρία μαζί με την οικογένειά του για έξι χρόνια.
«Δεν ήμασταν πολιτικοί πρόσφυγες και γι’ αυτόν το λόγο χαρακτηριστήκαμε απαχθέντες απ’ τους αντάρτες. Η φυγή μας στην Ουγγαρία ήταν μια πάρα πολύ δυνατή περιπέτεια. Όταν φτάσαμε στην Ουγγαρία, μας μοιράσανε σε αστικό και αγροτικό πληθυσμό και χτίσανε το χωριό Μπελογιάννη, ειδικά για μας, τους αγρότες. Ένα απ’ τα πρώτα μέρη στα οποία μας πήγαν ήταν η λίμνη του Μπάλατον, εκεί όπου βρίσκονταν τα πολυτελή θέρετρα των Μαγυάρων, και βιώσαμε το πρώτο πολιτισμικό σοκ», όπως θα πει σε μια του συνέντευξη στον Σταύρο Διοσκουρίδη.Από το 1962 έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς.
Εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης
Ο Μιχάλης Γκανάς εργάστηκε για ενάμιση χρόνο στο βιβλιοπωλείο Δωδώνη (Ασκληπιού 3), και τότε αποφάσισαν να ανοίξουν, μαζί με τη σύζυγό του Πόπη Γκανά, ένα δικό τους μικρό βιβλιοπωλείο: «Βιβλία δέντρο» στη Χαριλάου Τρικούπη 13. Επιχειρηματικά ήταν μια αποτυχία και πριν τα χρέη να δημιουργήσουν ανυπέρβλητα τετελεσμένα, το έκλεισαν σύντομα, και ο Γκανάς επέστρεψε στη Δωδώνη, όπου έμεινε για τα επόμενα 15 χρόνια.
Ενδιαμέσως συνεργάστηκε με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως τη συνταξιοδότησή του το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία.
Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς
Από το σημείωμα του ποιητή και νεοελληνιστή Μιχάλη Πιερή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου:
«Τα βασικά εργογραφικά στοιχεία του Μιχάλη Γκανά επιτρέπουν να διακρίνουμε στο έργο του δύο μεγάλους δημιουργικούς κύκλους:
(α) από τη δημοσίευση του πρώτου ποιήματός του το 1966, και έως το 1981, οπότε εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό αφήγημα Μητριά Πατρίδα.
(β) από το 1989, οπότε εξεδόθη η ποιητική συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, και έως το 1993, οπότε εξεδόθη η ποιητική σύνθεση Παραλογή, η οποία βραβεύτηκε με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ άλλης τάξεως ποιητική κατάθεση συνιστά η έκδοση το 2000 της συλλογής Τα μικρά (1969-1999), όπου έχουμε την αναδρομική αποθησαύριση γνωστών αλλά και άγνωστων “μικρών” ποιημάτων.
Ο πρώτος κύκλος αποτελεί την περίοδο της διαμόρφωσης (Ακάθιστος Δείπνος, 1978), αλλά και της κατάκτησης μιας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και μιας ποιητικής ηθικής (Μαύρα Λιθάρια 1980). Αυτής που θεωρεί ως αντίτιμο της την προϋπόθεση ισχυρών συγκινήσεων και επώδυνων εμπειριών. Ο δεύτερος κύκλος αποτελεί την περίοδο της αποκάλυψης μιας συγκεκριμένης ποιητικής περιοχής (Γυάλινα Γιάννενα), αλλά και της “κατακόρυφης ανύψωσης” (Παραλογή).
Στην Παραλογή αναπτύσσονται σ’ ένα πιο σύνθετο ποιητικό σύστημα επιτεύξεις των συλλογών Μαύρα Λιθάρια και Γυάλινα Γιάννενα, καθώς έχουμε τη δημιουργία ενός νέου ποιητικού κόσμου, όπου συνυπάρχουν νεκροί και ζωντανοί, διεκδικώντας ίσο μερίδιο μνήμης και ύπαρξης. Η ορμητικότητα των παλαιών βιωμάτων που διεκδικούν με δύναμη, θέση μέσα στο ποιητικό παρόν, συνιστά το βασικότερο μηχανισμό της τεχνικής της έμπνευσης του Μιχάλη Γκανά. Έμπνευση που ελέγχεται διαρκώς από μια μνήμη που διεκδικεί μερίδιο στο παρόν και κατορθώνει να εξισώνει παρόν παρελθόν και μέλλον, καταργώντας συμβατικές διακρίσεις όχι μόνο στο επίπεδο του χρόνου, αλλά και σε αυτό της διαλεκτικής σχέσης του πάνω με τον κάτω κόσμο, του έρωτα και του θανάτου.
Όπως όλη η μεγάλη ποίηση, έτσι και η ποίηση του Γκανά είναι στην πραγματικότητα ένα ποίημα εν προόδω. Ένα ποίημα που κυκλώνει συνεχώς από διαφορετικές σκοπιές και με διαφορετικούς τρόπους το ίδιο θέμα: αυτό της οριστικά ματαιωμένης επιστροφής σε μιαν στείρα “μητριά πατρίδα”, όπου το μόνιμο αίσθημα του ξένου γίνεται ολοένα και πιο οδυνηρό, καθώς συνδυάζεται με την ανελέητη μνήμη “των κεκοιμημένων ή με τη στέρηση των ανεκπλήρωτων σκοτεινών ερώτων.
Στην ποίηση του Γκανά δεν υπάρχει κανένα ποίημα ή, καλύτερα, καμία ποιητική φράση, η οποία να ψευτίζει αισθήματα ή να θεατρίζει ιδέες. Γιατί η ποίηση του Γκανά στηρίζεται σε μιαν ατόφια ποιητική φλέβα και προϋποθέτει δυνατές συγκινήσεις. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για ποίηση της άμεσης εξομολόγησης. Απεναντίας, τα αισθήματα και οι αισθήσεις συσσωρεύονται για μακρό διάστημα και, αφού πρώτα διυλιστούν μέσα από τους λεπτούς μηχανισμούς της επιλεκτικής μνήμης, αναδύονται αρτεσιανά στο ποίημα, ξαφνιάζοντας ακόμη και τον ίδιο τον ποιητή».
Σε μια μεγάλη συνέντευξη στον Κ.Β. Κατσουλάρη για το 9ο τεύχος της Book Press είχε πει για τη σχέση του με τον πεζό λόγο:
«Μολονότι νιώθω πιο άνετα στη μικρή φόρμα, δεν θα έλεγα όχι σε ένα εκτενέστερο αφήγημα. Κανονικό μυθιστόρημα δεν θα μπορούσα να γράψω. Όταν μια ζωή σκηνοθετείς λέξεις, είναι δύσκολο να επινοήσεις και να κινήσεις χαρακτήρες. Όχι πως είναι εύκολο το πρώτο, δεν υπάρχει πιο δύστροπο είδος από τις λέξεις. Οι ήρωες ενός μυθιστορήματος μπορούν να έχουν πολλά ή λίγα στοιχεία από τον συγγραφέα, που σημαίνει ότι αυτός έχει από κάπου να πιαστεί, για να χτίσει τον χαρακτήρα τους. Οι λέξεις δεν σε βοηθάνε, γιατί η σημασία τους –η τρέχουσα τουλάχιστον– είναι κοινό κτήμα, κι εσύ καλείσαι να τις κάνεις δικές σου, να διαβάζει ο αναγνώστης τη λέξη «αυγό» και να νιώθει ότι αυτό το αυγό είναι το δικό σου αυγό, ή καλύτερα είναι το δικό σας αυγό».
Σε εκείνη τη συνέντευξη, στην ερώτηση «η αγάπη –και όχι ο έρωτας– είναι το υψηλότερο ανθρώπινο συναίσθημα;» είχε απαντήσει: «Μα ο έρωτας δεν είναι ανθρώπινο συναίσθημα, αλλά ένα τυφλό, κουφό και παμφάγο ένστικτο. Είναι αυτό που χρειάζεται η Ζωή (ή η Φύση, αν θέλετε) για να εξασφαλίσει τη διαιώνιση των ειδών. Η αγάπη είναι το ευγενέστερο ανθρώπινο συναίσθημα. Και, όπως όλα τα ανθρώπινα, θέλει φροντίδα, καθημερινή αφοσίωση, για να «πιάσει», να βλαστήσει και να ανθήσει. Η αγάπη, επίσης, δεν κάνει διακρίσεις, μπορείς να αγαπάς τους δικούς σου, τους κολλητούς σου, αλλά και τον πλησίον σου ή ένα σκυλάκι, όπως εμείς την Καρμέλα, ενώ στον έρωτα δεν υπάρχει άλλος παρά μόνον Αυτή ή Αυτός…»
Τα ποιήματα που έγιναν τραγούδια
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια [Δημήτρης Παπαδημητρίου, Γεράσιμος Ανδρεάτος, 1996]
Του πόθου τ΄ αγρίμι [Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, 1996]
Το τραγούδι της βροχής [Goran Bregovic, Γιώργος Νταλάρας, 1997]
Μικρός Τιτανικός [Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, 1993]