Search
Close this search box.

Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το άγριο φονικό πίσω από εμβληματική ταινία του

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο σκηνοθέτης που έγραψε ιστορία στον παγκόσμιο κινηματογράφο, έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη το 1970, με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, την «Αναπαράσταση».

Μία ταινία που έμελλε να αποτελέσει σταθμό στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, καθώς ξεφεύγει από το σκηνοθετικό στιλιζάρισμα που χαρακτήριζε το εμπορικό σινεμά των προηγούμενων δεκαετιών. Όμως, ένας λόγος ακόμη που την κάνει σημαντική, είναι πως πίσω από αυτήν, κρύβεται ένα άγριο φονικό.

Η «Αναπαράσταση» βγήκε στους κινηματογράφους το Νοέμβριο του 1970 και στην πρώτη προβολή της έκοψε συνολικά σχεδόν 13.000 εισιτήρια σε μια σεζόν που κυριάρχησε απόλυτα σε όλους τους τομείς η «Υπολοχαγός Νατάσσα» του Νίκου Φώσκολου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μάλιστα, απέσπασε πολύ καλές κριτικές, ενώ κέρδισε 5 βραβεία στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας, β’ γυναικείου ρόλου (Τούλα Σταθοπούλου), φωτογραφίας (Γιώργος Αρβανίτης), πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και κριτικών καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους. Επίσης, κέρδισε το βραβείο FIPRESCI – Ειδική Μνεία στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου.

Η υπόθεση της ταινίας

Μετά από χρόνια δουλειάς στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του, Τυμφαία της Ηπείρου: μια χούφτα πέτρινα σπίτια σε μια έρημη, τραχιά και αποδεκατισμένη περιοχή από τα τόσα χρόνια μετανάστευσης, όπου μετράνε τις μέρες τους οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι – γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιμένει, ενώ η κόρη του, στο κατώφλι του σπιτιού, δεν τον αναγνωρίζει.

Λίγες μέρες αργότερα, η σύζυγος, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεμμυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του, και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξαναέφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα. Στο ξενοδοχείο δίνουν το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Στο χωριό όμως η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες και γρήγορα θα φθάσει η αστυνομία.

Η τραγική αληθινή ιστορία πίσω από την «Αναπαράσταση»

Απρίλιος 1968. Πολυνέρι Θεσπρωτίας. Ένα μικρό ορεινό χωριό με λιγοστά σπίτια, κάτοικους λιγότερους από 120, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, καθώς οι περισσότεροι από τους νεότερους άνδρες, που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις ή στο εξωτερικό.

Στις 15 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων), η 45χρονη Λαμπρινή Πάντου από το Πολυνέρι φτάνει με τα πόδια στον Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς (που απέχει, περίπου, 8 χλμ.) για να προβεί σε μια σοβαρή καταγγελία. Υποστηρίζει πως ο κουνιάδος της Χαρίσης Πάντος 45 ετών, πατέρας τεσσάρων παιδιών, έχει εξαφανιστεί από το χωριό μυστηριωδώς ήδη από τις 5 του μηνός, χωρίς να έχει δώσει σημεία ζωής. Προσθέτει, μάλιστα, πως αν και η γυναίκα του Αγγελική, 40 ετών, επαναλαμβάνει πως έχει αναχωρήσει για τη Γερμανία, όπου είχε πάει παλιότερα ως μετανάστης, η ίδια δεν το πιστεύει και υποθέτει βάσιμα πως έχει πέσει θύμα δολοφονίας, αφού φημολογείται πως η Αγγελική έχει ερωτικό δεσμό με τον 40χρονο αγροφύλακα και κάτοικο Πολυνερίου, Κώστα Τζώρτζη, παντρεμένο και πατέρα τριών παιδιών.

Οι αστυνομικοί αρχίζουν αμέσως τις έρευνες. Διαπιστώνεται πως την ημέρα της «εξαφάνισής» του, ο Χαρίσης Πάντος είχε διαμείνει σ’ ένα ξενοδοχείο των Ιωαννίνων και είχε εκδώσει με το όνομά του ένα εισιτήριο υπεραστικού λεωφορείου για την Αθήνα. Επιπλέον, η Αγγελική Πάντου παρουσιάζει στους χωροφύλακες ένα γράμμα του άνδρα της, που είχε σταλεί σε αυτήν τις επίμαχες ημερομηνίες από τα Ιωάννινα.

Στο γράμμα αυτό, ο Πάντος δήλωνε απερίφραστα πως αναχώρησε από το Πολυνέρι, προκειμένου να επιστρέψει στην Γερμανία. Οι αξιωματικοί που συμμετέχουν στην έρευνα, δεν έχουν στα χέρια τους κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος της Αγγελικής Πάντου και του Κώστα Τζώρτζη. Μάλιστα, όπως σημείωναν ρεπορτάζ των εφημερίδων, η Αγγελική έλεγε στην Λαμπρινή πως «τον είχες φίλο τον άντρα μου και σου κακοφάνηκε που έφυγε, γι αυτό με κατηγορείς πως τον σκότωσα. Αλλά εγώ θα σε στείλω στο στρατοδικείο που με κατηγορείς».

Όμως, η Λαμπρινή Πάντου επέμενε στις καταγγελίες της. «Ψάξτε, ψάξτε παντού, για όνομα του Θεού, η ψυχή μου το λέει πως τον χαλάσανε. Το έλεγα και στον μακαρίτη πως θα τον φάει η λυσσάρα η γυναίκα του» φέρεται να είπε στους χωροφύλακες, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων εκείνης της εποχής. Από τις νέες έρευνες που διενεργούνται προκύπτει πως πράγματι η Αγγελική Πάντου και ο Τζώρτζης είχαν ερωτικές σχέσεις, που γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι του Πολυνερίου και ίσως και ο ίδιος ο σύζυγός της.

Με τα στοιχεία αυτά, στις 28 Απριλίου, η Αγγελική Πάντου καλείται να παρουσιαστεί στον Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς και ο Κώστας Τζώρτζης στην Ηγουμενίτσα. Η Αγγελική αρνείται τα πάντα. «Τι να σας πω; Πήρα γράμμα από τα Γιάννενα πως έφυγε για την Γερμανία» ισχυρίζεται, ενώ ο Τζώρτζης επαναλαμβάνει σταθερά πως «δεν έχω τίποτε το συγκεκριμένο γι αυτή την εξαφάνιση». Η αλήθεια, ωστόσο ήταν άλλη, αφού το παράνομο και διαβολικό ζευγάρι, για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, είχε ταξιδέψει μέχρι τα Γιάννενα και στο επίμαχο ξενοδοχείο είχαν δώσει το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Από εκεί είχαν στείλει και το γράμμα.

Οι άνδρες της χωροφυλακής, όμως, είναι ήδη πεπεισμένοι για την ενοχή τους. Έτσι αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν την κλασική μέθοδο της «μπλόφας»: επισκέπτονται την Αγγελική και της λένε ότι ο Τζώρτζης έχει ομολογήσει τα πάντα και μάλιστα κατονομάζει εκείνη ως δολοφόνο. Τότε, η Αγγελική ξεσπά: «Ψέματα! Μαζί τον σκοτώσαμε. Εκείνος τον κράταγε και εγώ τον έπνιξα».

Πώς έγινε το άγριο φονικό

Το έγκλημα διαπράχθηκε το απόγευμα της 5ης Απριλίου, στο σπίτι του θύματος. «Τον σκοτώσαμε μέσα στο υπνοδωμάτιο» υποστήριξε η Αγγελική στην απολογία της ενώπιον των αξιωματικών της Χωροφυλακής.

«Ο Κώστας τον περίμενε πίσω από την πόρτα. Του έπιασε τα χέρια και εγώ του πέρασα την θηλιά του σκοινιού στον λαιμό του. Τράβηξα με δύναμη, πολύ απότομα, το σκοινί και κρακ έκανε ο λαιμός του και πέθανε. Έπεσε κάτω… Όχι, δεν σπαρτάρισε, τελείωσε αμέσως. Κράτησα λίγο ακόμη το σκοινί. Η ώρα ήταν 5 ή 6 το απόγευμα και εκείνη τη στιγμή ακούσαμε από μακριά τις φωνές των παιδιών μου που επέστρεφαν από το σχολείο. Ανοίξαμε, τότε, την καταπακτή του υπογείου, ρίξαμε μέσα το πτώμα και ξανακλείσαμε. Ο Κώστας έφυγε και εγώ έβαλα στα παιδιά να φάνε και να κοιμηθούν. Τα μεσάνυχτα ξαναγύρισε ο Κώστας, όπως είχαμε συμφωνήσει. Κατεβήκαμε στο υπόγειο, διπλώσαμε το πτώμα με ένα σεντόνι και το ρίξαμε στην αυλή σε ένα λάκκο που τον είχε σκάψει ο ίδιος ο μακαρίτης την προηγουμένη για να βάλουμε ασβέστη. Ο Κώστας κουβάλησε πέτρες και τον τάκωσε, μετά ρίξαμε χώμα. Πρωί-πρωί κατέβηκα και σκάλισα όλο τον κήπο. Φύτεψα εκτός από κρεμμυδάκια και μια κυδωνιά. Εκεί που είναι η κυδωνιά πηγαίνετε και σκάψτε. Από κάτω είναι το κεφάλι του», ομολόγησε η συζυγοκτόνος.

Πράγματι, οι άνδρες της χωροφυλακής εντόπισαν το πτώμα του Πάντου στον κήπο του σπιτιού, θαμμένο σε βάθος ενός μέτρου, κοντά στο παράθυρο του ισογείου υπνοδωματίου του ζευγαριού και των παιδιών. Στη δίκη που ακολούθησε Τζώρτζης και Πάντου καταδικάστηκαν σε ισόβια. Έμειναν στη φυλακή 20 χρόνια, ενώ κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τι απέγιναν μετά.

Η «Αναπαράσταση» γυρίστηκε στα χωριά Βίτσα και Μονοδένδρι. Η ταινία ανοίγει και κλείνει με την ανδρική φωνή που τραγουδούσε την «κοντούλα λεμονιά», όταν ο Αγγελόπουλος βρέθηκε στον έρημο καφενέ του ορεινού χωριού. Ο τόπος αναφοράς της ιστορίας αναβαπτίστηκε σε Τυμφαία και οι πρωταγωνιστές έδρασαν με άλλα ονόματα. Το όνομα του οικισμού, όπου έγινε το φονικό και έφερε αναστάτωση στους λιγοστούς κατοίκους του, δεν αναφέρθηκε ποτέ.

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα