Το ημερολόγιο έγραφε 7 Νοεμβρίου 1978, όταν η αστυνομία βρέθηκε μπροστά σε μια αδιανόητη εικόνα: στο υπόγειο ενός χωρικού σπιτιού, ήταν αιχμάλωτη μια 47χρονη γυναίκα που κοίταζε τους “σωτήρες” της σαν φοβισμένο αγρίμι. Ήταν η Ελένη από το χωριό Κωσταλέξι και η ιστορία της, μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αστυνομικά μυστήρια. Μια ιστορία φρίκης που στην πορεία, “διανθίστηκε” με φήμες και συνωμοσίες που έκαναν μεγαλύτερο το δράμα της γυναίκας.

Η Ελένη Καρυώτη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ήταν φυλακισμένη στο υπόγειο του σπιτιού της και οι αποκαλύψεις που είδαν κατόπιν το φως της δημοσιότητας, σόκαραν την κοινή γνώμη.

Το κουβάρι της φρικαλεότητας, άρχισε να ξετυλίγεται στις 6 Νοεμβρίου, όταν ο σταθμός χωροφυλακής της περιοχής δέχτηκε ένα παράξενο τηλεφώνημα. Ο άγνωστος είπε πως σε κάποιο σπίτι του χωριού Κωσταλέξι ζούσε κλειδωμένη στο υπόγειο σε άθλιες συνθήκες, μια νεαρή κοπέλα.

Την επόμενη μέρα οι χωροφύλακες έφτασαν στο χωριό για να ελέγξουν εάν ευσταθούσε η καταγγελία. Όταν μπήκαν μέσα στο υπόγειο, τα έχασαν. Μέσα σε αυτό υπήρχε μια ολόγυμνη γυναίκα που τους κοίταζε με άδειο βλέμμα, κουρνιασμένη σε μια γωνία, γεμάτη βρωμιές σε όλο της το κορμί. Η γυναίκα δεν μιλούσε, έβγαζε μόνο άναρθρες κραυγές.

Το κορμί της ήταν κατάμαυρο από τις λάσπες και τις ακαθαρσίες ενώ τα μαλλιά της έμοιαζαν με σκληρά ξύλα από την βρώμα. Τον χώρο που έζεχνε και οι χωροφύλακες είχαν καλύψει τη μύτη τους, συμπλήρωνε ένα κουτί και μια βρώμικη κουβέρτα. Το κουτί ήταν το κρεβάτι της κοπέλας και με την κουβέρτα σκεπαζόταν. Μέσα σε λίγη ώρα κινητοποιήθηκε όλη η αστυνομία της περιοχής. Ο εισαγγελέας έδωσε εντολή η γυναίκα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της Λαμίας.

Η ιστορία του απαγορευμένου έρωτα

Η Ελένη Καρυώτη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ερωτεύεται έναν αγωνιστή της ΕΛΑΣ. Έτσι έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Υπήρχε και η εκδοχή όμως του κομμουνιστή δασκάλου. Οι γονείς της όμως ήταν «βασιλικοί» και ο πατέρας της αποφάσισε να την τιμωρήσει. Την κλείδωσε και της στέρησε κάθε ελευθερία για 29 χρόνια. Η κοπέλα έφτασε να χάσει τα λογικά της καθώς ζούσε καθημερινά μια κόλαση στο σκοτεινό και βρώμικο υπόγειο, χωρίς καμία επαφή με ανθρώπους.

Η ιστορία της “Ελένης από το Κωσταλέξι” έγινε πρωτοσέλιδο στον Τύπο της εποχής. Ο κόσμος συγκινείται με το δράμα της και ρίχνει το ανάθεμα στους απάνθρωπους γονείς, τους συγγενείς αλλά και σε όλο το χωριό που ήξερε και δεν μιλούσε. Οι αρχές απαγγέλουν κατηγορίες στα αδέλφια της και όταν γίνεται η προσαγωγή τους στη Λαμία, το συγκεντρωμένο πλήθος απειλεί να τους λιντσάρει.

Δεν μιλούσε, παρά μόνο γρύλιζε

Το χωριό Κωσταλέξι γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Στο χωριό καταφτάνουν δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ για να καλύψουν το θέμα, αλλά και κάθε λογής περίεργοι άνθρωποι που θέλουν να μάθουν από πρώτο χέρι για το δράμα της Ελένης, η οποία έχει μεταφερθεί στην Αθήνα και παρακολουθείται από ψυχιάτρους. Σταδιακά μάλιστα δείχνει σημάδια βελτίωσης και αρχίζει να προσαρμόζεται στον κόσμο.

Οι γιατροί λένε πως πάσχει από ψυχική νόσο που προκλήθηκε από τον πολυετή εγκλεισμό της. Οι εφημερίδες από την άλλη, βλέποντας το θέμα πως πούλαγε, έφτασαν ακόμη και στο σημείο να «φιλοξενούν» συνεντεύξεις της, όταν έναν μήνα πριν το μόνο που έκανε η Ελένη, ήταν να γρυλίζει. Πόσο μάλλον, να δώσει συνεντεύξεις στους δημοσιογράφους και να τους “αποκαλύπτει” τον έρωτά της που την οδήγησε στην αιχμαλωσία από την οικογένειά της!

Ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος ήταν από τους πρώτους που είχαν δει την Ελένη Καρυώτη και είχε συνομιλήσει μαζί της. Στο βιβλίο του «Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταετίας όπως τα έζησα» περιγράφει αυτό που είδε: «Επρόκειτο για χώρο που έβαζαν όλα τα αγροτικά εργαλεία. Υπήρχαν τσουβάλια, αν θυμάμαι καλά, με σιτάρι, ενώ δίπλα στην Ελένη υπήρχε μια παλιά κουβέρτα με την οποία σκεπαζόταν. Πιο πέρα υπήρχε μια ξύλινη κασέλα, για την οποία, αργότερα η Ελένη, όταν συνήλθε κάπως, είπε ότι κάποιες φορές που έκανε πολύ κρύο τον χειμώνα, έμπαινε μέσα σ’ αυτή για να ζεσταθεί και να κοιμηθεί.

Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι το γεγονός ότι δεν υπήρχε πουθενά τουαλέτα και τις σωματικές της ανάγκες, σύμφωνα με κάποιους γείτονες, τις έκανε στον ίδιο χώρο που ζούσε η Ελένη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει στον χώρο έντονη δυσοσμία…».

Για την υπόθεση της Ελένης από το Κωσταλέξι, έρχονταν καθημερινά νέες πληροφορίες και λεπτομέρειες που από ένα σημείο και μετά, πραγματικά δεν ήξερες πού σταματούσε η πραγματικότητα και πού ξεκίναγε η ανθρώπινη φαντασία.

Η άλλη εκδοχή της ιστορίας

Η τηλεοπτική εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» είχε δώσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στα γεγονότα, καταρρίπτοντας πολλές από τις λεπτομέρειες που είχαν κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου.

Ποια ήταν η άλλη πλευρά της ιστορίας; Η Ελένη, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, εξαιτίας των φρικαλεοτήτων του Β’ παγκοσμίου Πολέμου που τις έζησε, ξεκίνησε να εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα ψυχοπάθειας. Ο πατέρας της την πήγε στον μοναδικό γιατρό που γνώριζε, έναν παθολόγο στη Λαμία. Εκείνος τους παρέπεμψε σε ψυχίατρο ο οποίος με τη σειρά του καταλαβαίνει πως η περίπτωσή της είναι πέρα από τις δυνάμεις του.

Το Δαφνί, δείχνει πως είναι η μόνη και ενδεδειγμένη λύση, όπως και γίνεται, με την Ελένη να νοσηλεύεται εκεί στην πτέρυγα των ψυχωσικών. Όλα αυτά τη δεκαετία του ΄50, σε μια Ελλάδα που ο όρος ψυχική υγεία δεν υπήρχε καν. Στο ίδρυμα, οι συνθήκες δεν ήταν καλές και ο πατέρας της την πήρε από το Δαφνί, αποφασίζοντας πως η οικογένειά του θα ζούσε με το κοινωνικό «στίγμα». Γιατί, δυστυχώς την εποχή εκείνη, έτσι αντιμετωπίζονταν οι ασθενείς και οι οικογένειές τους, ως… στιγματισμένοι.

Η οικογένεια Καρυώτη απομονώθηκε και παραιτήθηκε από τα εγκόσμια, ενώ όταν οι γονείς πέθαναν, άφησαν στα αδέλφια της Ελένης ευχή και κατάρα να μην την εγκαταλείψουν. Όμως, εκείνοι φαίνεται πως δεν γνώριζαν πώς να βοηθήσουν ένα ψυχωτικό άτομο. Η άγνοια και η αγραμματοσύνη τους οδήγησε σε τραγικά λάθη. Στη δίκη που ακολούθησε, ο εισαγγελέας κατέστησε υπόδικο όλο το χωριό, το δικαστήριο όμως φέρνει την αθώωση, όχι όμως την απόσυρση και τη διαγραφή του στιγματισμού και τους χαρακτηρισμούς περί τεράτων.

Η Ελένη μετά το δικαστήριο επέστρεψε στο Κωσταλέξι και στα αδέλφια της που είχαν αναλάβει την επιμέλειά της, μετά τη δικαστική απόφαση. Δυο δεκαετίες μετά, το 1998, εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν. Σαν να “άνοιξε η γη και να την κατάπιε”, από εκείνη την ημέρα της εξαφάνισής της, δεν την είδε ποτέ ξανά κανείς,. Ούτε έμαθαν ποτέ νέα της τι απόγινε.

Κυκλοφόρησαν φήμες ότι κλείστηκε σε μοναστήρι. Άλλοι ότι έπεσε θύμα απαγωγής. Άλλοι είπαν ότι έφυγε για το βουνό για να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας που της είχαν στερήσει για σχεδόν 30 χρόνια, αλλά εκεί δεν τα κατάφερε. Κανένα, από τα παραπάνω σενάρια δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ και η εξαφάνιση της Ελένης από το Κωσταλέξι παραμένει ένα άλυτο μυστήριο μέχρι και σήμερα.