Εδώ πάντα καθόμουνα και άναβα το ‘να τσιγάρο μετά το άλλο. Από αμηχανία. Πολλές φορές νόμιζα ότι όλα ήταν καπνός. Ήταν σαν να έφτανα σε μια σάλα όπου οι χορευτές δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους, κάνοντας το πιο δύσκολο, και σταματούσαν από αμηχανία γιατί ήξεραν πως ήθελα να καπνίσω.
Όμως εγώ ποτέ δεν έφτασα σε καμιά σάλα χορού. Παλιά, στη Θεσσαλονίκη, όταν ξεκίναγα το ταξίδι, βρέθηκα σε σπίτια ποιητών.
Οι μουσικές στα πικάπ οδηγούσαν τα πόδια μας στο παρκέ. Άλλοι χειροκροτούσαν. Άλλοι γέλαγαν. Εμείς, με τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, χορεύαμε στα λόγια του τραγουδιού. Ήταν υπέροχο. Μέχρι που ακούστηκε ο πυροβολισμός. Απ’ την πλατεία. Όλη τη νύχτα ακούγονταν πυροβολισμοί. Και τότε κάποιος είπε: το πάρτι τελείωσε.
Αν ζούσε η Αγαύη, ο πόνος μου θα ήταν απαλότερος. Στεκόταν απέναντι και με κοιτούσε. Στα μάτια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι γάτες κοιτούν τον άλλο στα μάτια. Γιατί διαλέγουν από όλο το σώμα το πρόσωπο κι από το πρόσωπο τα μάτια. Αυτό ποτέ δεν θα το μάθω. Ήταν η χαρά για όλους μας.
Ο Γιώργος τη λάτρευε. Ανέβαινε στα χέρια του. Τον περίμενε.
Το ίδιο και τον Θανάση.
Και άνθρωπος να ήταν, θα καταλάβαινε λιγότερα από όσα αυτή η γάτα. Πολλές φορές νομίζω πως θα πέσω πάνω της. Γυρίζει στα δωμάτια. Αναζητεί μια συντροφιά. Ένα βλέμμα δειλό πίσω από την πόρτα. Όταν οι πόρτες είναι κλειστές σχηματίζει εικόνες στο κεφάλι της. Τα φαντάζεται όλα. Δεν υπάρχουν γι’ αυτήν πόρτες κλειστές. Παρελάσεις.
“Η Αθηναϊκή Άνοιξη της Κυρίας Αναγνωστάκη”, απόσπασμα” – εκδ. Οδός Πανός, 2007.
Photo cover:pixabay.com/JL G
Διαβάστε επίσης: