Ήταν 30 Οκτωβρίου 1896, όταν είδε το πρώτο φως ο Κώστας Καρυωτάκης, το δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη που έμελλε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους ποιητές και πεζογράφους της χώρας, αλλά και να έχει ένα τέλος τραγικό που μέχρι και σήμερα, σχεδόν 100 χρόνια μετά, σοκάρει.
Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913. Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.
Το 1914 ο Κώστας Καρυωτάκης βρέθηκε στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός. Λίγα χρόνια αργότερα και ο ίδιος μετατέθηκε στην Πρέβεζα, ενώ από το Ιανουάριο του 1928, κατείχε τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης των Δημοσίων Υπαλλήλων Αθήνας.
Ο έρωτας με τη Μαρία Πολυδούρη
Αυτά ως προς το επαγγελματικό και σπουδαίο ποιητικό έργο του Κώστα Καρυωτάκη, διότι στη ζωή του Έλληνα λογοτέχνη, σημαντικό ρόλο κατείχε και ο έρωτάς του με τη Μαρία Πολυδούρη. Ένας έρωτας ποιητικός, ανεκπλήρωτος και καταδικασμένος να μην γνωρίσει την ευτυχία που το άξιζε.
Γνωρίστηκαν το 1922 στη Νομαρχία Αττικής όπου και οι δύο εργάζονταν προσωρινά. Εκείνη, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Καλαμάτα, με πατέρα φιλόλογο, δυναμικό και προοδευτικό, όπως και η μητέρα της, χειραφετημένη και ανεξάρτητη για την εποχή της, έδειξε από νωρίς το ενδιαφέρον της για γυναικεία ζητήματα.
Η Μαρία Πολυδούρη δε λογάριαζε τη γνώμη του κόσμου και σε αυτό είχε συμπαραστάτες της τους γονείς της, τους οποίους έχασε νωρίς. Τον Ιανουάριο του 1922, συνάντησε τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, έξι χρόνια μεγαλύτερό της. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε αμέσως ερωτική έλξη, ενώ η αγάπη τους για την ποίηση ήταν ο ισχυρός κρίκος που τους συνέδεε.
Έγιναν ζευγάρι, παρόλο που εκείνος διατηρούσε δεσμό με μια άλλη γυναίκα, έναν νεανικό του έρωτα από τα Χανιά. Η Μαρία Πολυδούρη απαλλαγμένη από τα κοινωνικά “πρέπει” και τους άγραφους ηθικούς κώδικες της εποχής για τις γυναίκες, ζούσε όπως της άρεσε. Είχε πολλούς φίλους άντρες, σύχναζε σε καφενεία όπου έπαιζε τάβλι, κάπνιζε και αδιαφορούσε για όσα λεγόντουσαν για εκείνην.
Ο Κώστας Καρυωτάκης από την άλλη, ήταν διαφορετικά μεγαλωμένος σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, με τη δική του οικογένεια να ακολουθεί ρητά τους κοινωνικούς κανόνες της εποχής. Η Μαρία Πολυδούρη τον ερωτεύτηκε και τον Μάιο του 1922, έγραφε στο ημερολόγιό της: «Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;».
Όταν του έκανε πρόταση γάμου
Η έντονη προσωπικότητά της Πολυδούρη φαίνεται πως είχαν μπλοκάρει τον Καρυωτάκη, ο οποίος δίσταζε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε αυτόν τον έρωτα που του “έτρωγε” τα σωθικά. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που απέριψε την πρόταση γάμου που του έκανε!
Η ποιήτρια πήγε κόντρα σε κάθε στερεότυπο και πολύ μπροστά για την εποχή της, δε δίστασε να του κάνει πρόταση γάμου σε μια βόλτα τους στο Φάληρο. Προηγουμένως, ο Κώστας Καρυωτάκης τής είχε αποκαλύψει ότι έπασχε από αφροδίσιο νόσημα, γεγονός τρομακτικό εκείνη την εποχή, εξηγώντας της πως δεν είχε δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα. Εκείνη δεν τον πίστεψε. Θεώρησε ότι την απορρίπτει λόγω του χαρακτήρα της και της ασυμβίβαστης συμπεριφοράς της.
Ωστόσο, του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε κάτι τέτοιο- πώς άλλωστε θα της στερούσε το δικαίωμα της μητρότητας – και της ζήτησε να χωρίσουν και να παραμείνουν φίλοι. Η Μαρία Πολυδούρη απρόθυμα συμφώνησε, όμως στην πραγματικότητα απογοητεύτηκε βαθιά,
Έτσι, χώρισαν, αλλά στην πραγματικότητα, ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον έρωτα της για τον Καρυωτάκη. Δύο χρόνια αργότερα γνώρισε τον δικηγόρο, Αριστοτέλη Γεωργίου, γόνος πλούσιας οικογένειας που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Αρχές του 1925 αρραβωνιάστηκαν. Τον Καρυωτάκη δεν έπαψε να τον σκέφτεται, αλλά πλέον οι συναντήσεις τους ήταν ελάχιστες.
Το καλοκαίρι του 1926, διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι, όπου παίρνει μαθήματα ραπτικής. Εκεί ζει μια έντονη ζωή, αλλά προσβάλλεται από φυματίωση και αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου μπαίνει στο νοσοκομείο «Σωτηρία».
Το τραγικό τέλος τους
Ο Κώστας Καρυωτάκης την επισκέφτηκε στο νοσοκομείο, όμως, η συνάντησή τους ήταν τυπική. Εκείνη, ήταν η τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Ο Καρυωτάκης έφυγε για την Πρέβεζα, λόγω δυσμενούς μετάθεσης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων της Νομαρχίας.
Στις 21 Ιουλίου του 1928, το μεσημέρι, και ενώ την προηγούμενη νύχτα είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας στη θάλασσα, έβαλε ένα περίστροφο που είχε αγοράσει από τοπικό οπλοπωλείο στο στήθος του, το έστρεψε στο σημείο της καρδιάς και τράβηξε τη σκανδάλη, βάζοντας οριστικό τέλος στη ζωή του.
Η αυτοκτονία του συντάραξε την Πολυδούρη, όπως ομολογεί και η ίδια στο ημερολόγιο και στα ποιήματα που έγραψε το αμέσως επόμενο διάστημα. Όταν, μετά τον θάνατο του Καρυωτάκη, ανοίχτηκε το μπαούλο του, αποδείχτηκε πως η αγάπη του για εκείνην ήταν το ίδιο δυνατή, αφού σε αυτό βρέθηκαν, όλα της τα γράμματα και πολλές φωτογραφίες της.
Τα επόμενα δύο χρόνια η υγεία της Μαρίας Πολυδούρη επιδεινώθηκε. Δεν βοήθησε και η ίδια σε αυτό, καθώς έπινε και κάπνιζε, λες και είχε παραδώσει πλέον τα όπλα της. Η φυματίωση την είχε εξαντλήσει και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Καραμάνη με ενέσεις μορφίνης που της προμήθευσε κρυφά ένας φίλος της. Είχε αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή της, όπως εκείνος, με τρόπο διαφορετικό. Αλλά παράλληλο, όπως ήταν και οι ζωές τους που δεν κατάφεραν να ενωθούν και να γίνουν μία!