Η Σοφία Βέμπο, η «τραγουδίστρια της Νίκης», όπως έμεινε στην ιστορία έχει μείνει στη συνείδηση όλων των Ελλήνων, ακόμη και των νεότερων γενεών που ακολουθούν, ως η φωνή των αγώνων, η φωνή που εμψύχωνε τους Έλληνες στο Μέτωπο και αναπτέρωνε του ηθικό τους.
Η Σοφία Βέμπο, μέσα από τα θρυλικά τραγούδια της για την Πατρίδα άφησε το δικό της αποτύπωμα στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40 και μέχρι και σήμερα όλοι υποκλίνονται σε αυτήν με σεβασμό και δέος. Ένα από αυτά είναι το θρυλικό «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά».
Η ιστορία πίσω από το θρυλικό τραγούδι
Το 1939 είχε ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στις 10.00 ώρα που θα συνέχιζε το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ζαππείου με αναμετάδοση τραγουδιών της Βέμπο, ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την άμυνα των ημετέρων. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει.
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο Μέτωπο. Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Ένα από τα τραγούδια που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο Έπος του ‘40 είναι το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ. Ήταν το πρώτο τραγούδι του Έπους του ’40, κι εκείνο που εκτόξευσε την καριέρα της Σοφίας Βέμπο. Το τραγούδι είναι στην ουσία η «Ζεχρά» του 1938 (στίχοι Αιμίλιου Σαββίδη, μουσική Μιχάλη Σουγιούλ, πρώτη εκτέλεση Σοφία Βέμπο), στο οποίο άλλαξε τους στίχους ο Τραϊφόρος το 1940 και έγινε το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά».
Λέγεται ότι στους τελευταίους στίχους του διάσημου κομματιού ο Μίμης Τραϊφόρος είχε γράψει: «Αν δεν ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Ο στίχος αυτός φάνηκε σκληρός στην Βέμπο και τον έπεισε να τον αλλάξει σε: «Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά».
Το καλοκαίρι του ’40, ο ποιητής και στιχουργός Μίμης Τραϊφόρος μεγαλουργεί, ως κομπέρ στην περίφημη «Όασι» του Ζαππείου, ενώ η Βέμπο γνωρίζει την αποθέωση στο θέατρο. Λέγεται πως εκείνη πήγε να τον δει με την παρέα της, κι εκείνος έκανε κάποιο σχόλιο που την πείραξε. Τον Αύγουστο του ‘40, η Σοφία δηλώνει. «Δεν θέλω να τον συναντήσω ποτέ. Ούτε καλλιτεχνικά ούτε και στη ζωή μου» – αλλά δεν το τηρεί.
Η τραγουδίστρια πηγαίνει και βρίσκει τον Τραϊφόρο στα παρασκήνια του θέατρου «Μοντιάλ» (δεν υπάρχει πλέον, έχει κατεδαφιστεί) και του ζητάει να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι, πάνω στη μουσική της «Ζεχρά».
«Από πότε οι θεοί ζητάνε χάρες από τους ανθρώπους;» φέρεται να της απάντησε εκείνος. Για χάρη της, γράφει σε ένα διάλειμμα της παράστασης και πάνω σε ένα τσιγαρόχαρτο, το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».
Η Βέμπο, με το που διάβασε τους στίχους, βούρκωσε. Το τραγουδάει το ίδιο κιόλας βράδυ κλαίγοντας. Το θέατρο είναι γεμάτο με νεοσύλλεκτους φαντάρους και τους πρώτους τραυματίες που έχουν επιστρέψει από το μέτωπο, με κρυοπαγήματα. Σύμφωνα με μια ιστορία, πριν τελειώσει το τραγούδι, ένα παλικάρι με κομμένα και τα δυο του πόδια φωνάζει: «Τραγούδα, Σοφία, τραγούδα, όταν τραγουδάς, δεν νιώθουμε πόνους στα πόδια μας!».
Το 1941 η Σοφία Βέμπο τραγούδησε το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», παρωδία του Θίσβιου πάνω στη μεγάλη προπολεμική επιτυχία του Σακελλαρίδη «Πλέκει η Βάσω τα προικιά της».
«Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του
μ’ όλα τα φτερά
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει
βρε τον φουκαρά!»
Η Ελλάδα γέλαγε με τις μεγαλόστομες απειλές του Ντούτσε, καθώς φανταζόταν ένα κοντόχοντρο γελοίο ανθρωπάκι. Και αυτή η γελοιοποίηση του Μουσολίνι αποδυνάμωνε τον τρόμο του πολέμου και γιγάντωνε το ηθικό του στρατού.
Οι στίχοι του τραγουδιού «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά»
Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.
Μα για ‘κείνους που ‘χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά.
Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.
Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες.
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά.
Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά