Η βιταμίνη D έχει αποδειχθεί ότι προστατεύει από οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού. Ήδη γνωρίζουμε από μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και ευαισθησίας σε λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος(1-3).
Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι τα κύτταρα του αναπνευστικού συστήματος έχουν υποδοχείς για την βιταμίνη D(1).
Η βιταμίνη D επιδρά στην φλεγμονή του αναπνευστικού και στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος, με δύο βασικούς μηχανισμούς(2-6):
- Καταστέλλει τις προ-φλεγμονώδεις κυτοκίνες.
- Προωθεί την παραγωγή αντιφλεγμονωδών κυτοκινών.
Εικόνα 1: Κυτοκίνες κινητοποιούν λευκά αιμοσφαίρια και άλλα κύτταρα.
Η Ανοσορυθμιστική Δράση της Βιταμίνης D
Η βιταμίνη D, είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Έχει ανοσο-ρυθμιστική δράση, που σημαίνει ότι ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, όταν αυτό είναι πιο αδύναμο και το καταστέλλει, όταν αυτό υπερ-λειτουργεί(7).
Ομαλοποιεί την ανοσολογική απάντηση, μειώνοντας την πιθανότητα εμφάνισης απειλητικών για τη ζωή επιπλοκών σε περιπτώσεις νόσου.
Επαρκή επίπεδα είναι απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τόσο για τη μείωση της πιθανότητας νόσου από λοιμώξεις, όσο και για την ικανότητα του ανοσοποιητικού να αναγνωρίζει τους δικού του ιστούς. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, συνδέονται με επιδείνωση της πορείας νόσου τόσο στις λοιμώξεις, όσο και στα αυτοάνοσα νοσήματα.
Ιδανικά Επίπεδα Βιταμίνης D
Επί του παρόντος δεν υπάρχει διεθνής ομοφωνία για τα ιδανικά επίπεδα της βιταμίνης D. Ωστόσο, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την ιδανική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και καλύτερη υγεία, απαιτούνται επίπεδα υψηλότερα των 40 ng/mL(1).
Τα συνήθη προτεινόμενα επίπεδα που ορίζουν την έλλειψη (κάτω από 20ng/mL) και την ανεπάρκεια (κάτω από 30 ng/mL), αφορούν στην πρόληψη της οστεοπόρωσης και άλλων προβλημάτων υγείας των οστών.
Διαφορετικά όργανα όμως, λειτουργούν ιδανικά με διαφορετικά επίπεδα βιταμίνης D. Επίπεδα 40-60 ng/mL βιταμίνης D, προλαμβάνουν την πλειοψηφία των λοιμώξεων του αναπνευστικού και των χρόνιων ασθενειών που συνδέονται με ανεπάρκεια της.
Εικόνα 2. Επίπεδα άνω των 20-30 ng/mL, προλαμβάνουν προβλήματα των οστών. Για την πρόληψη της πλειοψηφίας των νοσημάτων απαιτούνται επίπεδα D μεταξύ 40-60 ng/mL, καθόλη τη διάρκεια του έτους. Grassrootshealth Disease Incedence Prevention Chart.
Με βάση τη δική μας κλινική εμπειρία και ιδιαίτερα κατά τη χειμερινή περίοδο, έχουμε διαπιστώσει ότι τιμές μεταξύ 60-100 ng/mL μειώνουν σημαντικά την ευαισθησία σε λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Η δόση για την επίτευξη αυτών των επιπέδων διαφέρει ανάλογα με την ηλικία, το βάρος και τα τρέχοντα επίπεδα D σε κάθε άτομο και πρέπει να γίνεται υπό ιατρική παρακολούθηση και μέτρηση των επιπέδων της.
Είναι ζωτικής σημασίας η παράλληλη χορήγηση βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων που λειτουργούν μαζί με την D στον οργανισμό (συμπαράγοντες), όπως η βιταμίνη K2, το μαγνήσιο, ο ψευδάργυρος, το βόριο και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Είναι αξιοσημείωτο ότι η βιταμίνη D είναι το μόνο συμπλήρωμα που συστήνεται από τη στιγμή της γέννησης.
Η βιταμίνη D, είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες υγείας και η διατήρηση βέλτιστων επιπέδων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, συνδέεται με μειωμένη νοσηρότητα, μειωμένη θνησιμότητα και καλύτερη υγεία.
Dr. Dimitris Tsoukalas, MD
Board Certified Family Physician
Scientific Director of the Metabolomic Medicine Switzerland Medical Group
President of European Institute of Nutritional Medicine.
Associate Member of the World Academy of Sciences
Photo cover:pexels.com/annashvets
Πηγή: Dr. Tsoukalas
Διαβάστε επίσης: