«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Αυτή η φράση είναι η χαραγμένη πάνω στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη. Μια φράση που τον συνόδευε σε όλη τη διάρκεια της ζωή του και που ήταν η ίδια η ζωή του.
Σαν σήμερα, 26 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, το 1957 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας ο Νίκος Καζαντζάκης, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες λογοτέχνες. Συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο, αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως.
Έργα του όπως: «Οδύσσεια», «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ασκητική», «Αναφορά στον Γκρέκο», είναι από τα ευπώλητα βιβλία σε όλο τον κόσμο.
Ο Νίκος Καζαντζάκης εξαιτίας των φιλελεύθερων ιδεών του, ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με τη σκληρή κριτική του κοινού ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που ήρθε σε ρήξη και με την Εκκλησία. Παρόλα αυτά, τη λογοτεχνική του αξία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Μάλιστα, είχε και 14 υποψηφιότητες για τα βραβεία Νόμπελ.
Ας δούμε παρακάτω πέντε πληροφορίες για τον σπουδαίο λογοτέχνη
Δεν αφορίστηκε ποτέ επίσημα
Η πρώτη εκκλησιαστική αντίδραση στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη εκδηλώθηκε το 1928, όταν ο επίσκοπος Σύρου Αθανάσιος με υπόμνημά του στη Σύνοδο καταδίκαζε την Ασκητική. Σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με το έργο του συγγραφέα διαδραμάτισε ο Τύπος της εποχής και κυρίως η εφημερίδα Εστία, που με τη δημοσίευση των άρθρων της, έφερε την Εκκλησία ενώπιον του ζητήματος.
Συγκεκριμένα, μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Καπετάν Μιχάλης από τις εκδόσεις Μαυρίδης το 1953, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα σχόλια που αποσκοπούσαν στην αποτροπή του αναγνωστικού κοινού από την ανάγνωση του έργου. Στις 22 Ιανουαρίου 1954 άρθρο υπογεγραμμένο από τον Κρητικό με τίτλο «Ένα βιβλίο διασύρει την Κρήτην και την θρησκείαν», καλούσε την Ιερά Σύνοδο και την Αρχιεπισκοπή να μην αφήσει ακαθοδήγητους τους πιστούς έναντι των ερυθρών υβριστών της θρησκείας.
Στις 10 Μαΐου 1954 η ίδια εφημερίδα με ανταπόκρισή της από τις ΗΠΑ παράθετε ανακοινωθέν της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής Β. και Ν. Αμερικής σύμφωνα με το οποίο συνεδρίασαν οι ιερατικοί προϊστάμενοι με αφορμή δημοσίευμα της Εστίας και καταδίκασαν τον «Τελευταίο πειρασμό».
Ο Καζαντζάκης, το 1954, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας είχε γράψει σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Την ίδια χρονιά, το 1954, το Βατικανό συμπεριέλαβε τον Τελευταίο Πειρασμό στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων για τα έτη 1954-1955. Όσον αφορά το ζήτημα της αθεΐας, η ασκητική ζωή του και το έργο του, τόσο γεμάτο με αναφορές στον Θεό, μάλλον υποδεικνύουν το αντίθετο. Άλλωστε στην Ασκητική παραθέτει το Πιστεύω του, το οποίο ξεκινά με την εξής φράση: «ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ».
Στην Ελλάδα επέστρεψε νεκρός
Το 1946 ο Καζαντζάκης έφυγε από την Ελλάδα για να επισκεφθεί ως επίσημος προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου την Αγγλία. Δεν γνώριζε ίσως ακόμα τότε πως ποτέ πια δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα και πως θα ζούσε έκτοτε μακριά της αυτοεξόριστος και σχεδόν εξόριστος για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Πέθανε το 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Η σορός του μεταφέρθηκε οδικώς στην Αθήνα και παρέμεινε σε νεκρικό θάλαμο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών, απόντος του ιερέα. Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες της Ελένης να μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας.
Ύστερα από πολλές περιπέτειες και με ναυλωμένο αεροσκάφος της Ολυμπιακής που διέθεσε ο Ωνάσης, η σορός έφθασε στο Ηράκλειο της Κρήτης και τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά. Η κηδεία του, που μετατράπηκε σε πάνδημο γεγονός, έγινε στον καθεδρικό του Αγίου Μηνά στις 5 Νοεμβρίου 1957 χωροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου. Ενταφιάστηκε στον προμαχώνα Μαρτινέγκο συνοδευόμενος από πλήθος κόσμου και τον στρατιωτικό ιερέα π. Σταύρο Καρπαθιωτάκη. Ο ίδιος ιερέας εγκαινίασε το 1983 το Μουσείο Καζαντζάκη στη Μυρτιά.
Είχε προταθεί 9 φορές για βραβείο Νόμπελ
Προτάθηκε εννέα χρονιές, για βραβείο Νόμπελ με συνολικά δεκατέσσερις διαφορετικές προτάσεις, τέσσερις από τις οποίες ήταν από την Ελλάδα και σε δύο από αυτές συνυποψήφιος με τον Άγγελο Σικελιανό.
Η υποψηφιότητά του, όμως, πολεμήθηκε από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους.
Το σπίτι του έγινε χώρος στάθμευσης
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης βρισκόταν στην ομώνυμη σημερινή οδό Καζαντζάκη στο Ηράκλειο Κρήτης. Το σπίτι είχε κληρονομήσει η αδερφή του Ελένη Θεοδοσιάδη, η οποία το πούλησε και από τότε πέρασε σε άλλα χέρια, ενώ τελικά κατεδαφίστηκε το 1956. Αργότερα μετατράπηκε σε χώρο στάθμευσης.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε εκφράσει στη διαθήκη του την ελπίδα πως αυτό το σπίτι θα γινόταν Μουσείο. Χωρίς αποτέλεσμα έμειναν οι προσπάθειες της Τέας Ανεμογιάννη, συγγενή και προσωπικής φίλης του Καζαντζάκη, ν’ αγοραστεί το πατρικό σπίτι, ώστε να γίνει Μουσείο Καζαντζάκη. Αρκετά χρόνια μετά ο Γιώργος Ανεμογιάννης ίδρυσε το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στο χωριό Μυρτιά, πατρογονικό χωριό και του ίδιου και του Καζαντζάκη, στον χώρο όπου βρισκόταν το πατρικό σπίτι της οικογένειας Ανεμογιάννη και ένα μικρότερο οίκημα που ζούσαν συγγενείς του Καζαντζάκη.
Παντρεύτηκε δύο φορές και δεν απέκτησε ποτέ παιδιά
Ο Νίκος Καζαντζάκης παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Γαλάτεια Αλεξίου από το Ηράκλειο με την οποία παντρεύτηκε το 1911 στον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου εντός του Κοιμητηρίου της πόλης του Ηρακλείου, ενώ ήδη συζούσαν στην Αθήνα. Ποιήτρια, πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας, μεταφράστρια, με δυναμική παρουσία και δημόσιο λόγο ανέπτυξε από νωρίς προοδευτικές ιδέες. Χώρισαν το 1926 ενώ εκείνη διατήρησε το επώνυμο Καζαντζάκη έως και τον θάνατό της το 1962.
Με την Ελένη Σαμίου, γνωρίστηκε το 1924. Εκείνος ήταν σαράντα ενός ετών κι εκείνη είκοσι χρόνια νεότερή του. Έζησαν μαζί περίπου είκοσι χρόνια και στις 11 Νοεμβρίου 1945 παντρεύτηκαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα με κουμπάρους τον Άγγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του Άννα. Η σχέση του με την Ελένη κράτησε 33 χρόνια κι εκείνη, τα 48 χρόνια που έζησε ακόμα χωρίς τον Νίκο, δούλεψε ακαταπόνητα για την υπεράσπιση της μορφής και την προώθηση του έργου του. Ο Καζαντζάκης δεν απέκτησε ποτέ παιδιά.