Ως βασικός και καθοριστικός στόχος αυτής της βιβλιογραφικής ανασκόπησης, είναι να αναλύσει κριτικά τη συσχέτιση κατάθλιψης και αυτοκτονίας μέσω ερευνητικών στοιχείων. Στην ανάλυση που ακολουθεί, χρησιμοποιείται και ο δόκιμος στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία όρος «αυτοκτονικότητα» («suicidality»), ώστε να διακριθεί η αυτοκτονία ως τετελεσμένο συμβάν από τον αυτοκτονικό ιδεασμό και την αυτοκτονική συμπεριφορά.

Η παρούσα εργασία εκφράζει τη διαπίστωση ότι η έρευνα και η πρακτική για τη συσχέτιση κατάθλιψης και αυτοκτονίας εξακολουθεί να βασίζεται στην τέταρτη dsm-IV, και όχι στην τελευταία, αναθεωρημένη πέμπτη έκδοση dsm-V, του συστήματος ταξινόμησης διαγνωστικών κριτηρίων για τις ψυχιατρικές διαταραχές (American Psychiatric Association, 1994; American Psychiatric Association, 2013).

Βάσει της έκδοσης DSM-IVτου 1994, η αυτοκτονία δεν είναι ψυχική διαταραχή με δική της οντότητα, αλλά συνιστά σύμπτωμα του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου και της Οριακής ή Μεταιχμιακής Διαταραχής Προσωπικότητας (American Psychiatric Association,1994).

Ως απόρροια αυτής της προσέγγισης, η κυρίαρχη τάση στην έρευνα είναι η τυπική συσχέτιση του ποσοστού αυτοκτονιών με το ποσοστό διαταραχών της διάθεσης (Nordströmetal, 1995; Jeon, 2011; Wyattetal, 2015).

Πληθώρα συγκριτικών μελετών έχουν γίνει επ’ αυτού, με ανάλυση των ποσοστών αυτοκτονίας σε εθνοτικές ομάδες που σχετίζονται είτε με κατάθλιψη είτε με κατάθλιψη και ήδη υπάρχουσα παθολογία (Oquendoetal 2001; Massie et al, 1994).

Συγκεκριμένα, έχει υποστηριχθεί ότι η έντονη παθολογία σε συνδυασμό με κατάθλιψη αυξάνει τις πιθανότητες να γίνει πράξη ο αυτοκτονικός ιδεασμός, ιδίως όταν η ψυχοπαθολογία συνοδεύεται από αρνητική κριτική και στιγματισμό από τον κοινωνικό περίγυρο, καθώς και όταν εκλείπει η κοινωνική υποστήριξη (Brausch & Decker, 2013).

Στην αντίπερα όχθη , και σε αντίκρουση με το dsm-IV, η αναθεωρημένη έκδοση dsm-V επέφερε μία σημαντική αλλαγή παραδείγματος, με τη χρήση του όρου «Διαταραχή Αυτοκτονικής Συμπεριφοράς» ως διάγνωσης πλέον και όχι ως συμπτώματος, όπως χαρακτηριζόταν στο dsm-IV.

Αυτή η αλλαγή έχει ως αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, την αποσύνδεση της αυτοκτονίας όχι μόνο από την κατάθλιψη, αλλά και από τον αυτοκτονικό ιδεασμό (Oquendoetal, 2014). Περισσότερα γι’ αυτό το θέμα θα αναφερθούν παρακάτω.

Ενδείξεις Διαταραχής Αυτοκτονικής Συμπεριφοράς στους Ενήλικες

Βάσει του dsm-V, προτείνονται πέντε κριτήρια που αποτελούν ενδείξεις «Διαταραχής Αυτοκτονικής Συμπεριφοράς»:

  • Tο άτομο έχει επιχειρήσει απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στα τελευταία δύο έτη.
  • Η αυτοτραυματιστική συμπεριφορά δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερθείσες απόπειρες.
  • Η διάγνωση δεν αφορά στην προετοιμασία για απόπειρα αυτοκτονίας ή για αυτοκτονικό ιδεασμό.
  • Η πράξη δεν έλαβε χώρα εν μέσω διαφοροποιημένης κατάστασης του ψυχισμού, λόγου χάρη ντελίριο ή σύγχυση.
  • Η πράξη δεν έχει ιδεολογικό, θρησκευτικό ή πολιτικό κίνητρο.

Υπέρ της θετικής συσχέτισης κατάθλιψης και αυτοκτονίας

H αυτοκτονία θεωρείται ότι αποτελεί την πιο επώδυνη κατάληξη της κατάθλιψης (Holmaetal. 2010). H δε αυτοκτονική συμπεριφορά εκδηλώνεται στο πλαίσιο μιας πολυποίκιλης προδιάθεσης, η οποία σχετίζεται με διάφορους παράγοντες: συμπεριφορικούς, κλινικούς, παθολογικούς, βιολογικούς και γνωσιακούς (Mannand Currier, 2008).

Το πρόβλημα είναι ότι η κατάθλιψη είναι νόσος που πολύ συχνά δεν εντοπίζεται, δεν διαγιγνώσκεται και δεν θεραπεύεται σωστά, γεγονός που επηρεάζει άμεσα και τα θύματα αυτοκτονιών που πάσχουν από κατάθλιψη (Rihmer, 2001).

΄Ηδη από το 1970, οι μελετητές έκλιναν στη γενετική σύνδεση αυτοκτονίας και κατάθλιψης (Nielsen&Videbech, 1970). Πιο συγκεκριμένα, τόσο η αυτοκτονία όσο και η αυτοκτονική απόπειρα φαίνεται πως αποτελούν μέρος ενός κληρονομικού κλινικού φαινότυπου, μια και τα ποσοστά αυτοκτονιών εμφανίζονται αυξημένα σε άτομα στην οικογένεια των οποίων υπήρξε μέλος που είχε αυτοχειριαστεί.

Επιπροσθέτως, τα ποσοστά ολοκλήρωσης της πράξης της αυτοκτονίας είναι υψηλά σε άτομα που ανήκουν σε οικογένειες με επίδοξους αυτόχειρες (Brentand Mann, 2005).

Ωστόσο, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής σε αυτό το σημείο το ότι, παρά το γεγονός ότι είναι καταγεγραμμένη η κληρονομική προδιάθεση, είναι πιθανό προβλήματα που άπτονται του αυτοκτονικού ιδεασμού ή της αυτοκτονικής συμπεριφοράς να διαφύγουν της προσοχής του ειδικού, κατά τη διάρκεια της κλινικής αξιολόγησης, αποκλειστικό μέλημα του ειδικού είναι, όπως υπαγορεύει το σύστημα DSM-IV, να βρεθούν στοιχεία που παραπέμπουν είτε σε κατάθλιψη/καταθλιπτικό επεισόδιο είτε σε οριακή διαταραχή προσωπικότητας.

Διαβάστε ακόμη στο Psychology.gr, το σχετικό άρθρο: Διαχείριση της αυτοκτονικότητας σε ασθενείς με οριακή διαταραχή προσωπικότητας

Νεκροτομικές μελέτες καταγράφουν ότι περίπου 60% των θυμάτων αυτοκτονίας υπέφεραν από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (Jeon, 2011) αλλά και από άλλες διαταραχές της διάθεσης. Επίσης, εξετάστηκαν άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών τα οποία έπασχαν από μικτή αγχώδη και καταθλιπτική διαταραχή και τα οποία είχαν προβεί σε απόπειρες αυτοκτονίας και βρέθηκε πως χαρακτηρίζονταν από ευερεθιστότητα και ψυχοκινητικό εκνευρισμό– δύο παράγοντες οι οποίοι εν συνδυασμό συνιστούν τον ισχυρότερο δείκτη πρόβλεψης αυτοκτονίας (Balatsetal, 2005; Pompilietal, 2011).

Επιπροσθέτως, αρκετές μελέτες τονίζουν την εξαιρετική υψηλή παρουσία μικτής κατάθλιψης στους επίδοξους αυτόχειρες, ενώ, όσοι είχαν ήδη επιχειρήσει αυτοκτονία, βρίσκονταν στην έξαρση της δεύτερης φάσης διπολικής διαταραχής.

Η συγκριτική μελέτη αυτοκτονικών αποπειρών ανάμεσα σε ασθενείς με διπολική διαταραχή και σε ασθενείς με οξεία καταθλιπτική διαταραχή δείχνει ότι υπάρχει υψηλότερη συσσωρευτική πρόκληση αποπειρών σε ασθενείς με διπολική διαταραχή από ότι σε αυτούς που πάσχουν από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (Holmaetal, 2014).

Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να οφείλεται ούτε στη διπολική διαταραχή perse ούτε στις διαφορές της πρόκλησης απόπειρας αυτοκτονίας μεταξύ των δύο παθήσεων, αλλά στο ότι στους διπολικούς ασθενείς οι φάσεις υψηλού ρίσκου διαρκούν περισσότερο.

Η αυτονομία, ο έρωτας, ο πόνος, η ευτυχία και η πνευματικότητα είναι οι πέντε δρόμοι τους οποίους χαράζει ο Μπουκάι στον χάρτη που οδηγεί στην ολοκλήρωση του ανθρώπου. Αποκτήστε από το εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο ψυχολογίας, το βιβλίο του Χ.Μπουκάι: Ο δρόμος των δακρύων.

Γι’ αυτό το λόγο, η μείωση των φάσεων υψηλού κινδύνου είναι κρίσιμο ζητούμενο για την αποτροπή αυτοκτονικών προσπαθειών. Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι και η έρευνα για τη συσχέτιση κατάθλιψης και αυτοκτονικότητας θα πρέπει ομοίως να λαμβάνει υπόψη της τόσο τον παράγοντα της χρονικής διάρκειας (λόγου χάρη, στην έξαρση του επεισοδίου της κατάθλιψης όσο και τις τυχόν χρονικές παραλλαγές του καταθλιπτικού επεισοδίου – κάτι που μέχρι τώρα έχει σποραδικά μόνο επιχειρηθεί, αν και είναι πιθανό να είναι αποφασιστικής σημασίας για το συσσωρευτικό ρίσκο αυτοκτονικών αποπειρών σε ασθενείς με κατάθλιψη (Holmaetal, 2010; Isometsä, 2014).

Ο ψυχοκινητικός εκνευρισμός και η ευερεθιστότητα, η παρορμητικότητα και η χρήση αντικαταθλιπτικών, καθώς επίσης η σωματοποιημένη αγχώδης διαταραχή και η χρήση εξισορροπιστών της διάθεσης θεωρούνται ακριβείς δείκτες πρόβλεψης της αυτοκτονικότητας (Balatsetal, 2005; Pompilietal, 2011).

Ιδιαίτερη, ωστόσο, μνεία θα πρέπει να γίνει στην παράμετρο της παρορμητικότητας, δεδομένου ότι συνιστά τον πιο σημαντικό δείκτη πρόβλεψης, ακόμα και αφού έχουν ελεγχθεί οι κοινωνικοδημογραφικές και κλινικές μεταβλητές (Pompilietal, 2008).

Συν τοις άλλοις, η κυριάρχηση της παρόρμησης φαίνεται να είναι τόσο ισχυρός παράγοντας, ώστε πιθανότατα οδηγεί στην κατάρρευση της συμπεριφορικής αναστολής που συνήθως επιφέρει η κατάθλιψη, δεικνύοντας στον άνθρωπο να προβεί από την ιδέα της αυτοκτονίας στην πράξη , οπότε και να την υλοποιήσει τελικώς (Paykel&Dienelt, 1971). Μαζί με το αίσθημα της απελπισίας – που μπορεί να έχει πυροδοτηθεί από δυσκολίες της παιδικής ηλικίας ή από πρόσφατες ατυχίες στη ζωή του ασθενούς – η παρόρμηση, και ενίοτε η επιθετικότητα (δεν είναι επιθετικοί όλοι οι επίδοξοι αυτόχειρες), δεν έχει τύχει της απαραίτητης διερεύνησης και έτσι καθίσταται δυσκολότερη η κατανόηση του τρόπου σκέψης πίσω από την αυτοκτονικότητα και το σχεδιασμό της πράξης της αυτοκτονίας.

Αναφορικά με τη χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, η επισκόπηση της βιβλιογραφίας τάσσεται υπέρ της θέσης ότι αυτά συνιστούν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στη μείωση του ποσοστού των αυτοκτονιών (Pompilietal, 2010).

Υπέρ της αρνητικής συσχέτισης κατάθλιψης και αυτοκτονίας

Παρά το γεγονός ότι η κατάθλιψη εμπεριέχει την επιθυμία για τερματισμό της ζωής, πρόσφατη επανεκτίμηση αυτής της άποψης καθιστά σαφές ότι μόνο μία μειονότητα ασθενών με κατάθλιψη οδηγούνται τελικά στην αυτοκτονία, ενώ παράλληλα ένας μεγάλος αριθμός ασθενών με μείζονα κατάθλιψη δεν σκέφτονται καθόλου το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας (Bostwick&Pankratz, 2000).

Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν και από την παρατήρηση ασθενών με ψυχιατρικές παθήσεις οι οποίες τυπικά σχετίζονται με υψηλό κίνδυνο αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Επί παραδείγματι, μελέτες στον γενικό πληθυσμό κατέγραψαν ότι μόλις το 29% των ασθενών που ενέπιπταν στα κριτήρια της διπολικής διαταραχής παρουσίαζαν ιστορικό αυτοκτονικών αποπειρών, ενώ στο 10% των ατόμων που προέβησαν στην αυτοκτονική πράξη στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρέθηκε ταυτοποιημένη ψυχική διαταραχή (Oquendo&Garcia, 2014). Πρόκειται για ευρήματα που δείχνουν ότι η αυτοκτονική συμπεριφορά δεν συνιστά εγγενή μορφή κάποιας συγκεκριμένης ψυχιατρικής διαταραχής.

Έρευνα στην Ελλάδα

Σε ένα μεγάλο δείγμα του πληθυσμού της Ελλάδας, και στο διάστημα 2009 ως 2011, η κατάθλιψη φαίνεται να συνδέεται τόσο με αυτοκτονικό ιδεασμό όσο και με καταγεγραμμένες απόπειρες αυτοκτονίας.

Το γεγονός αυτό φαίνεται να σχετίζεται με κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, ιδίως με την ανεργία και το οικονομικό στρες, καθώς επίσης και με χαμηλά επίπεδα διαπροσωπικής εμπιστοσύνης (Economouetal, 2013). Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται ότι ο συσχετισμός αυτοκτονικότητας και κατάθλιψης επιτείνεται σημαντικά από το γενικότερο πολιτισμικό και κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο.

Eπίλογος

H σύνδεση της κατάθλιψης με την αυτοκτονία αποτελεί μείζον θέμα στην ιατρική κοινότητα, εξού και η πληθώρα των μελετών όχι μόνο για τη σχέση της κατάθλιψης perse με την αυτοκτονία, αλλά και γενικότερα για τη συσχέτιση της κατάθλιψης (και των συγκείμενων αυτής παραγόντων) με την αυτοκτονικότητα.

Δεδομένης της πολυπαραγοντικότητας τόσο της κατάθλιψης όσο και της αυτοκτονίας, αλλά και των διαγνωστικών εργαλείων που ακολουθούνται ή προτείνονται για την αυτοκτονικότητα εν γένει, η συσχέτιση της κατάθλιψης και της αυτοκτονίας χρήζει περαιτέρω έρευνας και φαίνεται ότι είναι ένας χώρος όπου η ψυχοθεραπεία και η νευροεπιστήμη συναντώνται.


BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

American Psychiatric Association. Diagnostic and statistical manual of mental disorders: DSM-
IV. (1994). Washington (DC):American Psychiatric Publishing.
American Psychiatric Association. Diagnostic and Statistical Manual of Mental DisordersDSM
–V. (2013) Washington (DC): American Psychiatric Publishing.
Bostwick, J. M., &Pankratz, V. S. (2000). ‘Affective Disorders and Suicide Risk: A
Reexamination’. American Journal of Psychiatry,157 (12), 1925-1932. doi:10.1176/appi.ajp.157.12.1925
Brausch, A.M, and Decker, K.M. (2014). ‘Self-esteem and social support as moderators of
depression, body image, and disordered eating for suicidal ideation in adolescents’. Jοurnal of Abnormal Child Psychology. 42(5):779-89. Ανακτήθηκε στις 20/11/2020 από doi: 10.1007/s10802-013-9822-0.
Brent, D. A., & Mann, J. J. (2005). ‘Family genetic studies, suicide, and suicidal behavior’.
American Journal of Medical Genetics Part C: Seminars in Medical Genetics, 133C(1), 13–24. Ανακτήθηκε στις 20/4/2022 https://doi.org/10.1002/ajmg.c.30042

Economou M, Madianos M, Peppou LE, Theleritis C, Patelakis A, Stefanis C. (2013). ‘Suicidal
ideation and reported suicide attempts in Greece during the economic crisis’. World Psychiatry. 12(1):53-9.Ανακτήθηκε στις 20/4/2022 από:doi: 10.1002/wps.20016.
Holma, K. M., Haukka, J., Suominen, K., Valtonen, H. M., Mantere, O., Melartin, T. K., Sokero,
T. P., Oquendo, M. A., &Isometsä, E. T. (2014). ‘Differences in incidence of suicide attempts between bipolar I and II disorders and major depressive disorder’. Bipolar Disorders, 16(6), 652–661.Ανακτήθηκε στις 20/4/2022 https://doi.org/10.1111/bdi.12195
Holma, K. M., Melartin, T. K., Haukka, J., Holma, I. A. K., Sokero, T. P., &Isometsä, E. T. (2010). «Incidence and Predictors of Suicide Attempts in DSM–IV Major Depressive Disorder: A Five-Year Prospective Study». American Journal of Psychiatry, 167(7), 801–808. Ανακτήθηκε στις 18/4/2022 από https://doi.org/10.1176/appi.ajp.2010.09050627
Isometsä, E. (2014). «Suicidal behaviour in mood disorders–who, when, and why?»Canadian
journal of psychiatry. Revue canadienne de psychiatrie, 59(3), 120–130. Ανακτήθηκε στις 20/4/2022 από https://doi.org/10.1177/070674371405900303
Jeon, H. J., (2011). «Depression and Suicide». Journal of the Korean Medical Association
54(4):370.
Juel-Nielsen, N., &Videbech, T. (1970). ‘A Twin Study of Suicide’. ActaGeneticaeMedicae et Gemellologiae, 19(1–2), 307–310. Ανακτήθηκε στις 27/4/2022 https://doi.org/10.1017/s1120962300025774

Mann, J, J, Currier, D. (2008). «Suicide and attempted suicide», στοThe Medical Basis of
Psychiatry.Fatemi, S.H, ClaytonP.J, editors; pp. 561-76.
Nordström, P., Åsberg, M., Åberg‐Wistedt, A. and Nordin, C. (1995). «Attempted suicide predicts suicide risk in mood disorders». Acta Psychiatrica Scandinavica, 92: 345-350. Ανακτήθηκε στις 26/4/2022 από https://doi.org/10.1111/j.1600-0447.1995.tb09595.x
Obegi, J.(2019). «Is suicidality a mental disorder? Applying DSM-5 guidelines for new
Diagnoses»,Death Studies. Ανακτήθηκε στις 29/4/2022 από
DOI: 10.1080/07481187.2019.1671546
Oquendo, M. A., Baca-García, E., Mann, J. J., &Giner, J. (2008). «Issues for DSM-V: suicidal
behavior as a separate diagnosis on a separate axis». The American journal of psychiatry, 165(11), 1383–1384. Ανακτήθηκε στις 23/4/2022 από:
https://doi.org/10.1176/appi.ajp.2008.08020281
Oquendo, M.A, Ellis, SP, Greenwald, S., Malone, K.M, Weissman, MM, Mann, J. (2001). «Ethnic and sex differences in suicide rates relative to major depression in the United States.» Am J Psychiatry. 158 (10):1652-8. Ανακτήθηκε στις 15/4/2022 από doi: 10.1176/appi.ajp.158.10.1652.
Oquendo, M. A., & Baca-Garcia, E. (2014). «Suicidal behavior disorder as a diagnostic entity in the DSM-5 classification system: advantages outweigh limitations». World psychiatry: official journal of the World Psychiatric Association (WPA), 13(2), 128–130. Ανακτήθηκε στις 22/4/2022 από : https://doi.org/10.1002/wps.20116
Paykel, E. S., &Dienelt, M. N. (1971). «Suicide attempts following acute depression». Journal of
Nervous and Mental Disease, 153(4), 234–243. Ανακτήθηκε στις 5/5/2022 από https://doi.org/10.1097/00005053-197110000-00002
Pompili, M., Innamorati, M., Raja, M., Falcone, I., Ducci, G., Angeletti, G., Lester, D., Girardi,
P., Tatarelli, R., & De Pisa, E. (2008). «Suicide risk in depression and bipolar disorder: Do impulsiveness-aggressiveness and pharmacotherapy predict suicidal intent?». Neuropsychiatric disease and treatment, 4(1), 247–255.Ανακτήθηκε στις 5/5/2022 από https://doi.org/10.2147/ndt.s2192.
Pompili, M., Serafini, G., Innamorati, M., Ambrosi, E., Giordano, G., Girardi, P., Tatarelli, R., &
Lester, D. (2010). «Antidepressants and Suicide Risk: A Comprehensive Overview». Pharmaceuticals 3(9), 2861–2883. Ανακτήθηκε στις 7/5/2022 από https://doi.org/10.3390/ph3092861
Pompili, M. (2019). Critical appraisal of major depression with suicidal ideation. Ann Gen
Psychiatry18,7. Ανακτήθηκε στις 15/4/2022 από https://doi.org/10.1186/s12991-019-0232-8
Rihmer, Z. (2001). «Can better recognition and treatment of depression reduce suicide rates? A
brief review». European Psychiatry, 16(7), 406–409. Ανακτήθηκε στις 26/4/2022 από https://doi.org/10.1016/s0924-9338 (01)00598-3.
Sokero, T.P, Melartin, T.K, Rytsälä, HJ, Leskelä US, Lestelä-Mielonen PS, Isometsä E. (2005).
«Prospective studyofrisk factorsforattempted suicide among patientswithDSM–IV major depressive disorder». Br J Psychiatry. 186: 314-8.
Wyatt, L. C., Ung, T., Park, R., Kwon, S. C., & Trinh-Shevrin, C. (2015). «Risk Factors of Suicide and Depression among Asian American, Native Hawaiian, and Pacific Islander Youth: A Systematic Literature Review». Journal of health care for the poor and underserved, 26(2 Suppl), 191–237. Ανακτήθηκε στις 9/5/2022 από : https://doi.org/10.1353/hpu.2015.0059

Συγγραφή – Επιμέλεια Άρθρου

Ειρήνη Παπαγιάννη

Πτυχιούχος Ψυχολογίας και Παιδαγωγός Προσχολικής Ηλικίας. Ειδικευμένη στη Συμβουλευτική, με Ειδικότητα στην Παιδοψυχολογία. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στις Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες με κατεύθυνση Θεωρίες Παιδαγωγικών και Εκπαίδευσης και Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου (Μaster) στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική.

Photo cover:pixabay.com/Graehawk/woman

Πηγή:psychology.gr

Διαβάστε: