Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

Πήρα τον ήλιο στην ποδιά μου σαν λουλούδι και του άνοιξα τα πέταλα ένα ένα. Να ξέρεις πως είναι η απουσία της φαντασίας που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ανάπηρο της πραγματικότητας.

Κι εμείς δεν γράφουμε για να μας διαβάζουν.

Εάν γίνεται γραπτό κείμενο, μεταδοτό στους άλλους, τόσο το καλύτερο. Εάν όχι, δεν πειράζει. 

Εκείνο που πρέπει να γίνεται, και να γίνεται αδιάκοπα, ατέρμονα, χωρίς την παραμικρή διάλειψη, είναι η αντιδουλικότητα, η αδιαλλαξία, η ανεξαρτησία. 

Η Ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας.

Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος.

Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία.

Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ’ ορθός – καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω – κάτω και περιμένω… 

Τι; 

Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα κάποτε, πάλι, δυο – τρεις στίχοι· πολλές φορές, άπλα και μόνον το καλοκαίρι. Να γιατί γράφω.

Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει, που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος.

Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. 

Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. 

Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός.

Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση.

Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό.

Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από που κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας.

Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει άλλα παρ’ όλ’ αυτά το ξέρει πως υπάρχει· και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε.

Να από που ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.

Έτσι… πέρασα όπως ανάμεσ’ απ’ τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα· ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. 

Γιατί ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ’ αναγνωρίσουμε, είναι απάτη· πρέπει ν’ αδειάσουμε το θάνατο απ’ αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν’ αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ’ απ’ αυτόν τ’ αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα. 

Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια.

Όταν έπιανα την πένα, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ’ όλα ελεύθερος. Έτσι σαν να ‘βγαινα στα βουνά και να μπορούσα να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χουφτιές το καθαρό νερό.

Ήθελα, στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ’ ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι – κι ας ήτανε και φάλτσα.

Γιατί η απόσταση από το «τίποτε» στο «ελάχιστο» είναι πολύ μεγαλύτερη παρ’ ό,τι από το «ελάχιστο» στο «πολύ»..Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να ‘ναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τα ασημώνει ο άνεμος καθώς λεύκες, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα και μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά, και να λεν «έρωτας», «έρωτας», «έρωτας».


Οδυσσέας Ελύτης 

Κάλι Παπαχρήστου 

Photo cover:pixabay.com/Radfotosonn 

Διαβάστε επίσης: