Η ευτυχία, το πιο σημαντικό στοιχείο της ζωής, έχει απασχολήσει συχνά μεγάλους στοχαστές, φιλοσόφους, επιστήμονες και καλλιτέχνες ανά τους αιώνες. Παρά το γεγονός ότι όλα τα ανθρώπινα όντα γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την έννοια της ευτυχίας, δεν υπάρχει ένας σαφής ορισμός, καθολικά αποδεκτός, που να την προσδιορίζει.
Στην αρχαιότητα, η έννοια της ευτυχίας σχετιζόταν με την καλή τύχη και οι θεοί έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην απόκτησή της. Ο Αριστοτέλης διέκρινε την ηθική ζωή (απαραίτητη για να διατηρηθεί η ευτυχία) από την υλική ζωή (απαραίτητη για την κάλυψη των βασικών αναγκών), υπογραμμίζοντας την ανάγκη του ανθρώπου και για τις δύο εκφάνσεις της (Anderson κ.ά., 2011). Για τον Σωκράτη, η αρετή είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη που οδηγεί στην ευτυχία.
Ωστόσο, στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Jefferson το 1776, η επιδίωξη της ευτυχίας προσδιορίστηκε ως ένα εκ των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, η ευτυχία έπαψε να σχετίζεται με την καλή τύχη, «έχασε» την παθητικότητα της φύσης της και άρχισε να αντιμετωπίζεται ως μία περισσότερο ενεργητική έννοια. Επί του παρόντος, η ευτυχία θεωρείται ως κάτι που ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει και να επιτύχει (Kesebir και Diener, 2008 – Oishi, 2012).
Στην έρευνα για την ευτυχία, εξετάζονται δύο διαφοροποιημένες όψεις, ο ηδονισμός και η ευδαιμονία (Deci και Ryan, 2000 – Ryan και Deci, 2001). Η ηδονική ευεξία βασίζεται στην υποκειμενική εκτίμηση της ποιότητας ζωής, συμπεριλαμβανομένων τόσο θετικών όσο και αρνητικών επιδράσεων, καθώς και η γνωστική εκτίμηση της ικανοποίησης που λαμβάνει το άτομο από τη ζωή, και σχετίζεται με την απόκτηση ευχαρίστησης. Ωστόσο, μία ικανοποιητική ζωή δεν μπορεί να συσχετιστεί μόνο με την ευχαρίστηση και, κατά συνέπεια, η ευδαιμονική ευεξία επικεντρώνεται στην πλήρη λειτουργικότητα και την αφοσίωση του ατόμου· η ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί μόνο ως αποτέλεσμα της βέλτιστης ψυχολογικής λειτουργίας και ως συνέπεια της πλήρης ανάπτυξης της αληθινής φύσης του ατόμου και της πλήρης ανάπτυξης των δυνατοτήτων του. Υπό το πρίσμα της ευδαιμονίας, η βαθιά ευημερία απαιτεί αυτονομία, δεξιοτεχνία και δημιουργία συναισθηματικών δεσμών.
Ορισμός ευτυχίας
Η ευτυχία έχει οριστεί ως η εκτίμηση, τόσο συναισθηματική όσο και γνωστική, της ζωής του ατόμου, που αποτελείται από τη γενική ικανοποίηση που αποκομίζει το ίδιο το άτομο από τη ζωή, την ύπαρξη θετικών επιρροών και την απουσία αρνητικών επιρροών (Diener κ.ά., 1999). Ο Lyubomirsky και οι συνεργάτες του (2005) προσδιόρισαν την ευτυχία ως ένα υποκειμενικά εκτιμώμενο φαινόμενο το οποίο καθορίζεται εξίσου από θετικά και αρνητικά στοιχεία και από τα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή.
Η θεωρία RICH (Kehle, 1999 – Kehle κ.ά., 2002) ορίζει την ευτυχία ως το συνώνυμο της ψυχικής υγείας και, κατά συνέπεια, οι χαρούμενοι άνθρωποι παρουσιάζουν τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία:
- βιώνουν ένα αίσθημα ανεξαρτησίας και την αίσθηση ότι έχουν τον έλεγχο της ίδιας τους της ζωής,
- βιώνουν την οικειότητα, βιώνουν τη φιλία και την ενσυναίσθηση και έχουν την ικανότητα να απολαμβάνουν τη συντροφιά του άλλου,
- διαθέτουν διάφορες δεξιότητες και έχουν επίγνωση των ικανοτήτων τους και
- υιοθετούν έναν τρόπο ζωής που προάγει την υγεία του σώματος και της ψυχής.
Η έννοια της ευτυχίας έχει μελετηθεί από διάφορες προσεγγίσεις και διαφορετικές έρευνες έχουν αναλύσει τις συσχετίσεις της ευτυχίας με άλλες δομές, όπως η υγεία, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, οι συμπεριφορές που εκδηλώνει το άτομο κλπ. Σύμφωνα με τον Argyle (1997), η ευτυχία επηρεάζει την υγεία και το αντίστροφο.
Όταν αναφερόμαστε στην υγεία, εννοούμε τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική υγεία. Έρευνες έχουν δείξει ότι όσο περισσότερο ευτυχισμένοι είναι οι έφηβοι, τόσο λιγότερα είναι τα συμπτώματα ασθενειών που παρουσιάζουν (Agbaria κ.ά., 2012). Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους ενήλικες, καθώς οι ηδονικές συμπεριφορές έχουν λειτουργήσει ως προγνωστικοί δείκτες χαμηλότερων επιπέδων άγχους και κατάθλιψης (Henderson κ.ά., 2013).
Η υγεία μπορεί να επηρεάσει την ευτυχία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα τα προβλήματα υγείας συνεπάγονται μείωση στο επίπεδο ικανοποίησης από τη ζωή. Γενικά, η ύπαρξη συγκεκριμένων ψυχολογικών προβλημάτων (κατάθλιψη, άγχος, αυπνία, εθισμοί, ανορεξία κλπ.) και σωματικών παθήσεων (καρδιαγγειακές παθήσεις, στομαχόπονος, ημικρανίες και πονοκέφαλοι, παχυσαρκία, καρκίνος, αναπηρίες κλπ.) έχει αρνητικό αντίκτυπο στα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή, ενώ διαταραχές όπως η υπέρταση, ο διαβήτης, οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες κ.ά. δεν σχετίζονται με τα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή. Επίσης, η έρευνα έχει δείξει ότι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα υγείας, με εξαίρεση τις αλλεργίες και τα δερματικά προβλήματα.
Η σχέση της ευτυχίας με την υγεία παρουσιάζεται πιο στενή όταν τα προβλήματα είναι ψυχολογικής φύσεως από ότι όταν είναι περισσότερο σωματικά. Επιπλέον, η έρευνα επιβεβαίωσε τη σημασία της οικογένειας και των φίλων ως παράγοντες που ενισχύουν την ευεξία (Vázquez κ.ά., 2011).
Όσον αφορά τη διαφορά του φύλου στην εκδήλωση αισθημάτων ευτυχίας, οι περισσότερες έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε εφήβους και ενήλικες δεν έχουν διαπιστώσει κάποια διαφορά ως συνάρτηση του φύλου (Huebner κ.ά., 2000 – Csikszentmihalyi και Hunter, 2003 – Park και Huebner, 2005 – Hervás, 2009 – Vera κ.ά., 2012 – Uusitalo-Malmivaara και Lehto, 2013 – Hunagund και Hangal, 2014), ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες έρευνες που έχουν εντοπίσει σημαντικές διαφορές στην εκδήλωση αισθημάτων ευτυχίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, με τις γυναίκες να αποκτούν υψηλότερες βαθμολογίες στην κλίμακα της ευτυχίας (Aldous και Ganey, 1999).
Όσον αφορά την ηλικία, λίγες είναι οι μελέτες που έχουν διερευνήσει τη σχέση της με την ευτυχία και, επιπλέον, τα αποτελέσματα που έχουν καταγραφεί είναι αντιφατικά. Κάποιες μελέτες δεν έχουν διαπιστώσει διαφορές ως συνάρτηση της ηλικίας (Huebner κ.ά.., 2000; Hervás, 2009), ενώ κάποιες άλλες έχουν εντοπίσει διαφορές που πηγάζουν ως αποτέλεσμα διαφορετικού ηλικιακού επιπέδου (Lacey κ.ά., 2012). Έχει υποστηριχθεί, από τη μία, ότι η μεγαλύτερη ηλικία αποτελεί προγνωστικό δείκτη για χαμηλά επίπεδα ευτυχίας (Vera κ.ά., 2012), ενώ από την άλλη υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι τα υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας επιτυγχάνονται περίπου σε άτομα 20-29 ετών και μετά τα 50 έτη (Blanchflower και Oswald, 2006).
Μια άλλη γραμμή που έχει ακολουθήσει η ερευνητική αναζήτηση της ευτυχίας έχει συσχετίσει την ευτυχία με την προσωπικότητα. Σε μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε με ενήλικες, η ευτυχία συσχετίστηκε αρνητικά με τη νεύρωση και θετικά με την εξωστρέφεια (Hills και Argyle, 2001) και την ανοιχτή στάση ζωής (Pelechano κ.ά., 2013). Στην ίδια κατεύθυνση, η Garaigordobil και οι συνεργάτες της (2009), σε ένα δείγμα ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών, διαπίστωσαν ότι η υποκειμενική ψυχική ευεξία σχετίζεται θετικά με την εξωστρέφεια και αρνητικά με τη νεύρωση και τον ψυχωτισμό.
Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί με εφήβους και φοιτητές έχουν υπογραμμίσει ότι η ευτυχία σχετίζεται θετικά με τη φιλία (Demir και Davidson, 2013), τον αλτρουισμό και τις κοινωνικές δεξιότητες (Demir κ.ά., 2012), τη συνεργασία (Rigby κ.ά., 1997), την ακαδημαϊκή επιτυχία και την αυτοεκτίμηση (Salmela-Aro και Tuominen-Soini, 2010 – Sato και Yuki, 2014). Πρόσφατες μελέτες (Cheung κ.ά., 2014) δείχνουν, επίσης, ότι τα άτομα με υψηλότερο αυτοέλεγχο παρουσιάζουν μεγαλύτερα επίπεδα ευτυχίας.
Όσον αφορά τις μεταβλητές που προβλέπουν την ευτυχία, λίγες είναι οι έρευνες που έχουν ασχοληθεί με προγνωστικές αναλύσεις. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες μελέτες έχουν εντοπίσει την προβλεπτική ικανότητα της συνεργασίας (Lu και Argyle, 1991) και της κοινωνικότητας (Csikszentmihalyi και Hunter, 2003 – Easterlin, 2006 – Uusitalo-Malmivaara και Lehto, 2013).
Δείτε στο εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο ψυχολογίας, το βιβλίο: Η Ψυχοθεραπεία και η Αναζήτηση της Ευτυχίας» της Υπαρξιακής Ψυχοθεραπεύτριας, Emmy van Deurzen. Περιορισμένη διαθεσιμότητα, αποκτήστε το βιβλίο πριν εξαντληθεί!
Τα υψηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης και αυτοαντίληψης έχουν αποδειχθεί, επίσης, ότι αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες της ψυχικής ευεξίας (Garaigordobil κ.ά., 2009). Τέλος, και η υγεία έχει θεωρηθεί ως προγνωστικός δείκτης της ευτυχίας (Easterlin, 2006 – Angner κ.ά., 2013), με τη σχέση των δύο αυτών μεταβλητών να έχει χαρακτηριστεί ως αμφίδρομη.
Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα για την αυτοεκτίμηση έχει αποκτήσει μεγάλο ενδιαφέρον στο πλαίσιο του προσδιορισμού των προστατευτικών παραγόντων έναντι των ψυχολογικών προβλημάτων. Η σημασία της για την προσωπική ευημερία, την ψυχική υγεία, την επαγγελματική επιτυχία, τις κοινωνικές σχέσεις, τις ακαδημαϊκές επιδόσεις κ.ο.κ. αποτέλεσε το επίκεντρο πολλών ερευνητικών έργων στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.
Πηγή: Το παρόν άρθρο προέρχεται από την επιστημονική εργασία της Maite Garaigordobil (Καθηγήτρια Ψυχολογίας στη Σχολή Ψυχολογίας του Βασκικού Πανεπιστημίου) για την ευτυχία και τις μεταβλητές πρόβλεψης αυτής.
Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε εδώ.
Συγγραφή – Επιμέλεια Άρθρου
Έλλη Γκαλτέμη Συνεργάτιδα του psychology.gr
Συγγραφή άρθρων, μετάφραση και απόδοση ξενόγλωσσων επιστημονικών άρθρων.
Photo cover:pixabay.com/JillWellington/woman
Πηγή:psychology.gr
Διαβάστε επίσης: