Ένας χρόνος συμπληρώθηκε σήμερα, 6 Οκτωβρίου, από τον θάνατο της Μαίρης Χρονοπούλου σε ηλικία 90 ετών μετά από πτώση που είχε στο σπίτι της και σύντομη νοσηλεία της στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός.

Εντυπωσιακή γυναίκα και εξαιρετικά ταλαντούχα ηθοποιός, η Μάιρη Χρονοπούλου είδε το κινηματογραφικό της άστρο να λάμπει τη δεκαετία του 1960 και παρέμεινε μια από τις πιο δημοφιλείς Ελληνίδες ηθοποιούς μέχρι το θάνατο της. Ανατρεπτική, τολμηρή, με ασύγκριτη θηλυκότητα και φινέτσα, η αγέρωχη femme fatale σφράγισε κάθε ρόλο που ανέλαβε να υποδυθεί σε θέατρο και κινηματογράφο.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, και οι γονείς της δεν είχαν ενθουσιαστεί με την προοπτική να γίνει ηθοποιός. Ως μέλος του Λυκείου των Ελληνίδων συμμετείχε στις οντισιόν που έκανε ο Δημήτρης Ροντήρης για το Εθνικό Θέατρο, όπου και προσελήφθη το 1953 για να συμμετέχει ως μέλος του χορού στα ανεβάσματα αρχαίων τραγωδιών (ανάμεσα στις άλλες επιτυχούσες ήταν και η Μάρω Κοντού).

Μέσα από τη θητεία της με το Εθνικό Θέατρο αλλά και μετέπειτα συνεργασίες της πήρε τα απαραίτητα εφόδια για να αναδείξει το υποκριτικό της ταλέντο, χωρίς ποτέ να φοιτήσει σε Δραματική Σχολή. Μετά από εξετάσεις έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού, ως εξαιρετικό ταλέντο, από την Ανώτατη Κρατική Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Το επίσημο θεατρικό της ντεμπούτο μετά τη συμμετοχή της στο χορό αρχαίων τραγωδιών, έγινε την περίοδο 1957-58 στο θέατρο Ακροπόλ, στο έργο των Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου «Η Κυρία Περί Της Οποίας Πρόκειται» δίπλα στη μεγάλη Κυβέλη, ενώ την ίδια σεζόν έπαιξε με τον ίδιο θίασο το «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας» (επίσης των Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου). Όπως αφηγείται η ίδια, κατάλαβε ότι είναι μια καλή ηθοποιός στο ανέβασμα της παράστασης «Κόκκινα Φανάρια» τη θεατρική περίοδο 1961-62 από τον Αλέξη Δαμιανό, όταν το κοινό αποθέωνε με ασταμάτητο χειροκρότημα τον μεγάλο μονόλογό της.

Παράλληλα με την μετεωρική πορεία της στην κινηματογραφική οθόνη σημείωσε και μεγάλες επιτυχίες στο θεατρικό σανίδι συνεργαζόμενη με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας και παίζοντας με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα όλα τα είδη θεάτρου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ανέλαβε συχνά ρόλο συνθιασάρχη, άλλοτε με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, άλλοτε με τον Κώστα Βουτσά ή τον Λάκη Κομνηνό. Οι παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε την περίοδο αυτή ήταν πάνω σε κείμενα Ελλήνων συγγραφέων (Αλέκου Σακελλάριου, Γιαλαμά-Πρετεντέρη κ.α.) αλλά και σε δημοφιλή κείμενα του διεθνούς ρεπερτορίου (Νηλ Σάιμον, Σώμερσετ Μωμ κ.α.).

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν μόλις είχε ξεκινήσει στο Εθνικό Θέατρο, με ένα βουβό ρόλο στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Χαρούμενο Ξεκίνημα» (1954) του Ντίνου Δημόπουλου. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να συνεχίσει την κινηματογραφική της διαδρομή, αυτή τη φορά με ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο Ψέμμα» (1958) του Μιχάλη Κακογιάννη, και πάλι στη Φίνος Φιλμ.

Από το 1963 και μετά πρωταγωνιστεί σε πλειάδα δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ (και άλλων εταιριών παραγωγής), ενσαρκώνοντας ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους «ζεν πρεμιέ» της εποχής, όπως ο Νίκος Κούρκουλος, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιώργος Φούντας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, και ο Φαίδων Γεωργίτσης. Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στα «Κόκκινα Φανάρια» (1963, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης) του Βασίλη Γεωργιάδη, «Χωρίς Ταυτότητα» (1963, Φίνος Φιλμ) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Πολύ Αργά για Δάκρυα» (1968, Φίνος Φιλμ) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Οι Αδίστακτοι» (1965, Σάβας Φιλμ) του Ντίνου Κατσουρίδη, «Κοινωνία Ώρα Μηδέν» (1966, Φίνος Φιλμ) του Ντίνου Δημόπουλου, «Η Λεωφόρος του Μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) του Νίκου Φώσκολου και «Ορατότης Μηδέν» (1970, Φίνος Φιλμ) επίσης του Νίκου Φώσκολου.

Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες θα εμφανιστεί και σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη σε παραγωγή Φίνος Φιλμ, στα οποία θα κάνει θραύση και έχουν μείνει αξέχαστα: «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967), «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» (1968) και «Γοργόνες και Μάγκες» (1968). Ιδιαίτερα στο «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» θα σαγηνεύσει το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταπεραμέντο της, όχι μόνο υποκριτικά, αλλά και ερμηνεύοντας δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου: τις μυθικές επιτυχίες «Είμαι Γυναίκα του Γλεντιού» σε στίχους Γιάννη Δαλιανίδη και «Του Αγοριού Απέναντι» σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, αμφότερα σε μουσική του Μίμη Πλέσσα.

Στο κλείσιμο της δεκαετίας του 1970, η Μαίρη Χρονοπούλου περιόρισε τις κινηματογραφικές της εμφανίσεις. Στο διάστημα αυτό, όμως, τη συναντάμε να δίνει σπουδαίες ερμηνείες σε ταινίες που σημάδεψαν το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Συμμετείχε στις εξαίρετες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Κυνηγοί» (1977) και «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) καθώς και στην ταινία «Τα Παιδιά της Χελιδόνας» (1987) του Κώστα Βρεττάκου. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1996 στην ταινία «Προς την Ελευθερία» του Χάρη Παπαδόπουλου.

Από τις λίγες, ομολογουμένως, δουλειές που έκανε για την τηλεόραση αξίζει να σταθούμε στην σειρά «Μάνα Είναι Μόνο Μία» (1992-94) ενώ το 2023 έκανε μια χαρακτηριστική εμφάνιση στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Έτερος Εγώ».

Διαβάστε επίσης