«…Για τι θες να μιλήσουμε; Για τσάντες ή για άντρες; Μην απαντάς: Άντρες. Εσένα τι συνειρμό σού κάνει το λήμμα άντρας; Συγκεντρώνομαι. Άντρας είναι ένας, όταν είναι άντρας μου, λέω. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπάρχει.

-Υπάρχουν εν τούτοις κι άλλα, μικρά και ανάξια, δευτερεύοντα χαρακτηριστικά που ορίζουν τον άντρα, με ειρωνεύτηκε (νομίζω) η γυναίκα. -Αυτά δεν με αφορούν, αλλά αν θες…

Κατ’ αρχήν ο άντρας καπνίζει και πίνει. Το έλεγε η γιαγιά μου, ήταν αλάνθαστη η γριά. Ύστερα δεν τον πιάνουν κότσο εκεί που πιάνουν εσένα. Σου  λέει: “Άσε θα πάω εγώ να τους μιλήσω”. Ακόμα και αν είναι ενάμιση μέτρο άντρας, πρέπει να σου δημιουργεί τη βεβαιότητα πως μπορεί και να τους δείρει στην εφορία.

…Ο άντρας πρέπει να έχει αντίληψη του κόσμου για να συνεχίζεις εσύ να ζεις ξέγνοιαστα. Αυτή είναι, ίσως, η πιο φεμινιστική αρχή. Κάθεσαι στο μπουντουάρ και κάνεις νύχι. Που εκείνη την ώρα τίποτε δεν θέλεις να σε διασπάσει. Ο σωστός άντρας έρχεται με τα χαρτιά από την τράπεζα και σου λέει: “Εδώ υπόγραψε. (Γιατί ξέρει και σωστά ελληνικά, δεν τον πήραμε τυχαία). Εδώ, παιδί μου, σου λέω, πάνω από τη γραμμούλα…” Εκείνη την ώρα -καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις- σαν να σου δίνει ένα υποχθόνιο σήμα, ώστε να αρχίσεις να κάνεις γυναικεία: “πού να υπογράψω άντρα; Εδώ; Κάτσε να στεγνώσει πρώτο το νύχι, μην κάνω μουντζαλιά και δεν το παίρνουνε”.

Τότε ο σωστός άντρας θα πει: “Άσε καλύτερα. Υπογράφω εγώ. Και θα γίνει πλαστογράφος… Το κάνει για να μην χαλάσεις το πεντικιούρ; Επειδή σε περνάει για τελείως ηλίθια; Επειδή αταβιστικά κάτι τον σπρώχνει;

Το συμπέρασμα είναι ένα: αυτή η κατάσταση σε βολεύει, γυναίκα. Άρα ο άντρας είναι ο σωστός. Βεβαίως, για να μη σε ξεγελάω, όλα αυτά τα πρακτικά μπορώ, αν ασκηθώ, να τα κάνω και μόνη μου. Αλλά είναι αυτή η άχαρη διανομή, η διανομή που ονειρεύτηκα; “Που προχωράς μέσα στο πλήθος, χλομή, γκρίζα γυναίκα, που κανείς δεν σε φροντίζει;” Σαίξπηρ, κουκλάκι μου……

“Πήγαινε πιες νερό, δεν ήπιες όλη μέρα”. Και μέσα σε αυτή την ατάκα συνόψισα τα πάντα… Διόλου πια με ενδιέφερε αν θα μου φέρει ποτέ λουλούδια και τσάντα από κροκόδειλο, το ίδιο κάνει. Μόνο εκείνο το “δεν ήπιες νερό όλη μέρα”. Ήρθε και ακούμπησε πάνω στην άλλη του κουβέντα: “Σήμερα πρέπει να σε βγάλω στον ήλιο” – καταλήγω:Αυτά είναι τα μόνα αληθινά δώρα και άντρας είναι αυτός που δεν σ’ αφήνει να ξεραθείς… Να μαραθείς, είπα. Να ξεραθείς -είπε αυτή- και έχει διαφορά. Που ένα ποτήρι με νερό φτάνει για να την κάνει.

…”Άντρας είναι αυτός που σου διασφαλίζει μια τέτοια γυναικεία, προστατευμένη ζωή, ώστε αν χρειαστεί, να την αφηγηθείς στη μάνα σου, να μην ντραπείς, να μη σε λυπηθεί, να μην ανησυχήσει. Ιδίως να μην μπει στη λογική να σου φέρει αυτή εκείνο το ποτήρι το νερό που λέγαμε…”

▪”Τα Χρυσαφένια λέπια του Κροκόδειλου”, (αποσπάσματα).

“Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός έλεγχος. Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο”. Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση. Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες. Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους, σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης. Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση, θα χάνονταν στο βυθό. Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν. Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι, πιστεύουν πως όποιος αγαπάει ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του. Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς. Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου, τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό… Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς, γιατί μπορεί να σε τσακίσει ή να σε υποπτευτεί ή και να σου καταλογίσει πως θες να μετατρέψεις την ασάφεια σε δήλωση. Έβρισκες οπλοστάσια, κουκλίτσα μου. “Οι έρωτές μας” έλεγες στα ψέματα, πίστεψέ με, “δεν πρέπει να πάσχουν υπό υπερβολική σιγουριά, αλλά από ευθραυστότητα”… Ισχυριζόσουν ακόμα πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι (αλλά τότε, πως θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι;)

Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα. Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι’ αυτό και δίνει τον ορισμό: “Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο”.

…Όλο λόγια και πόσο με βλάπτεις, έρωτά μου, αφού από όταν σε ερωτεύτηκα, πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου…

…Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία – Κάθετη Πτώση. Φοβάσαι τον ίλιγγο. Μα τώρα, πιο πολύ από όλα φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή…

…Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις, σκέφτομαι τελευταία, μπορείς τουλάχιστον να το πεις και -όχι να φύγεις- να χαθείς… Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες, θα καταλάβει. Πως αυτό που ζητάς, όταν χάνεσαι -και όχι όταν φεύγεις- είναι πάντα η εγκατάσταση…

…Δεν τα βγάζεις πέρα, κουκλίτσα μου. Παράτα τα. Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται. Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις, και η μία, αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα κι απο το θάνατο. Πάνω από το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο: “Μα πως το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά”…
▪”Πλαγιομετωπική” (αποσπάσματα).
 Μαλβίνα Κάραλη.

Σύμφωνα με ιδιόχειρο βιογραφικό της, γεννήθηκε στο Ισραήλ, μεγάλωσε στην Αθήνα, ήταν συλλέκτρια πανεπιστημιακών ενάρξεων (Κυβερνητική, Μαθηματικά, Ιστορία Τέχνης). Αρθρογράφος στη «Γυναίκα», στα «Επίκαιρα», στο «Κλικ», στην «Απογευματινή», στη «Βραδυνή», στον «Επενδυτή», στο «Symbol». Κέρδισε κρατικό βραβείο σεναρίου για τις «Κρυστάλλινες νύχτες» της Τώνιας Μαρκετάκη που την αγαπούσε και τη σεβόταν. 

Έγραφε επί μακρόν στο «Penthouse» και στα «καλιαρντά» –στη γλώσσα των gay. Από τις αγαπημένες της, η Έλενα Ναθαναήλ. Της πήρε συνέντευξη το ’75 αποκαλώντας την “ωραία Ελένη”.Κολλητή της, η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η «εθνική σταρ» αποτέλεσε πηγή έμπνευσής της, όπως κι ο Γιώργος Χειμωνάς και η Ελένη Βιτάλη, οι τρεις μεγαλύτερες αδυναμίες της. Στο βιβλίο της για την Αλίκη έγραφε τα στραβά της, εξυμνούσε όμως και την ομορφιά της: το μπρίο, το υπέροχο στήθος και τα αγαλματένια πόδια της. 

Από τους επιστήθιους φίλους της, ο εκδότης της Lifo Στάθης Τσαγκαρουσιάνος (το «Μalvina weekend» φιλοξενείται στην ιστοσελίδα του εντύπου). Ανάμεσα στους πιο πιστούς φίλους της, ο συγγραφέας Αντώνης Τσιπιανίτης και ο Γιώργος Τράγκας με τον οποίο συνεργαζόταν για καιρό στη «Χώρα».Με τον τρόπο που αποθέωνε κάποιους, άλλους τους γκρεμοτσάκιζε στα Τάρταρα. Δεν τη φίμωνες με τίποτα. Είχε το ταλέντο ν’ απογειώνει και να βγάζει τον καλύτερο εαυτό τους σε όσους την περιέβαλαν.

Αθυρόστομη, φορώντας πάντα μαύρα, η φυσική ξανθιά πρασινομάτα με τα μακριά στιλπνά μαλλιά, που κατέληξε μελαχρινή με αγορίστικο μαλλί κι έφτιαξε «σχολή» με τις ατάκες-σλόγκαν της, αγαπήθηκε απ’ όλη την Ελλάδα. Έγινε το αδιαμφισβήτητο πουλέν των media: Τέλη ‘80s στην κρατική τηλεόραση, μετά SEVEN X, ΣΚΑΪ, MEGA, ΑΝΤ1, STAR… Τόσες εκπομπές που «χτύπαγαν» κόκκινο στην AGB.

Πούλαγε τρελά, ό,τι κι αν έκανε. Η Μαλβίνα του σαλονιού και του λιμανιού συναναστρεφόταν τους πάντες, αρκεί να της έκαναν «κλικ». Αγαπησιάρα, τρυφερή, έλεγε «ευχαριστώ», φωτογραφιζόταν ως αιρετική-εναλλακτική νοικοκυρά. Δεν την ένοιαζε αν τη «καλιάρντευαν», το γούσταρε. Όπως γούσταραν οι (και καλά) celebrities να πηγαίνουν στις εκπομπές για να μάθουν «τι εστί Μαλβίνα». Να δανειστούν ένα ψηγματάκι απ’ την πολυσχιδή προσωπικότητά της. Γιατί πάντα σχεδόν μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε εκείνη, παρά οι καλεσμένοι της.

Μιλούσε για Ρολάν Μπαρτ, Μισέλ Φουκό και Ζακ Ντεριντά με την ίδια άνεση που ασχολιόταν με την trash TV. Ένα μικροσκοπικό πλάσμα που τυλιγόταν σαν γάτα στην πολυθρόνα και της εξομολογούνταν τα εσώψυχά τους οι οικείοι της. Το τσίρκο της Μικρής Οθόνης το περιέπαιζε, το εκτιμούσε όμως κιόλας με τον δικό της τρόπο. Για τον πρόσθετο λόγο ότι την πλήρωνε –κι αδρά. Έλεγε: «Δεν με αγαπάει ο κόσμος. Το κοινό δεν σε αγαπάει ποτέ, αγαπάει την επιτυχία, όπως μισεί την αποτυχία. Δεν είμαι αφελής». Κι όμως… Εκείνη δεν πίστευε στην αγάπη. «Μου έχει ξεφτιλίσει τη ζωή, μου την έχει χαντακώσει, έχει κοντέψει να με στείλει στα τρελάδικα. Πιστεύω μόνο σε μία έννοια: τη συμπόνια». Εστέτ, έλεγε: “Κάθε πρωί που ξυπνάω, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου είναι η “7η Σφραγίδα”, η θρυλική ταινία του Μπέργκμαν. Έχω γεράσει πρόωρα, κάπου στα 25”.

Μικρή, όπως έχει πει στη Lifo, ήθελε να γίνει κομμώτρια. «Έβλεπα τις Αρσακειάδες να θέλουν να σπουδάσουν Ιστορία της Τέχνης. Έβγαζαν μια φυλλάδα που την έλεγαν “Παρουσία”. Εγώ έβγαζα μια δικιά μου που την έλεγα “Τα Σοσόνια”». Όσο για το πάλκο; Βγήκε στα μπουζούκια τη σεζόν ’95-96. Οι αφίσες στη Μεσογείων και στην Αγίας Παρασκευής τεράστιες. «Βγαίνω στο πάλκο γιατί είναι όλη μου η μνήμη. Αυτή που θα ήθελα να είμαι. Θα ήθελα να έχω γεννηθεί φτωχιά σε μια άνυδρη περιοχή, όπως την έδωσε ο Δαμιανός στην “Ευδοκία”. Όλοι με τον ίδιο πλάγιο λόγο μιλάμε, της Ευδοκίας, και το ίδιο πόρνες είμαστε». Δεν πίστευε στον Θεό, «από τριών-τεσσάρων ετών» κι έλεγε προβοκατόρικα για κάποιους: «Τα ήξερα όλα από τότε. Δεν πιστεύω σε τίποτα».

Ταξιδιάρικο πουλί κι αδέσμευτο, γινόταν γκέισα για τους άνδρες της, απίστευτα περιποιητική. Όμως, ήταν κάθετη. «Άνδρας που δεν είναι εδώ, δεν ήταν ποτέ εδώ», έλεγε η Μαρία-Ελένη Σακκά (όπως ήταν το πραγματικό όνομα της ασυμβίβαστης Μαλβίνας Κάραλη, που γεννιέται σαν σήμερα στις 3 Φεβρουαρίου του 1952.

“Η Μαλβίνα ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που άξιζαν στη μικροπρεπή κι άφιλη φάρα μας – ένα πρόσωπο μεγάλης περηφάνιας και γενναιοδωρίας. Δεν έμοιαζε σε κανέναν. Κανείς δεν θα την υποκαταστήσει ποτέ. Ήταν προϊόν μιας μοναδικής χημείας που είχε μέσα Ισραήλ, την υγρασία της Κεντρικής Ευρώπης, τον τρόπο που ερωτεύονται τα λαϊκά κορίτσια στο Μενίδι, τα φληναφήματα του Ζουλόφσκι, ένα σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα πάνω στην ανθρώπινη βλακεία, μεγάλη τρυφερότητα και υπέροχα μάτια που ακόμα κι όταν γέλαγε ήταν σαν δακρυσμένα”.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος.

Κάλλι Παπαχρήστου 

Διαβάστε επίσης: