Τι ανόητος που είμαι, σκέφτηκε. Η ομοιότητα ήταν ιδιαίτερα προφανής. Η γυναίκα είχε το διαπεραστικό βλέμμα και το εκλεπτυσμένο παράστημα του γερουσιαστή, εκείνο τον ιδιαίτερο αέρα της δυναμικής αρχοντιάς.
Ήταν φανερό ότι η κλασική ομορφιά του γερουσιαστή είχε περάσει και στην επόμενη γενιά, αν και η Ρέιτσελ Σέξτον έδειχνε να συμπεριφέρεται με μια χάρη και μια μετριοπάθεια που θα άξιζε να μιμηθεί ο πατέρας της. «Καλώς ήρθατε, κυρία Σέξτον».
Καθώς ο μετρ ντ’ οτέλ οδηγούσε την κόρη του γερουσιαστή μέσα από τη σάλα, ένιωσε αμηχανία συνειδητοποιώντας πόσα αντρικά μάτια την παρακολουθούσαν… ορισμένα διακριτικά, κάποια άλλα όχι και τόσο. Ελάχιστες γυναίκες σύχναζαν στο Toulos και ακόμη λιγότερες ήταν εκείνες που είχαν την εμφάνιση της Ρέιτσελ Σέξτον.
«Ωραίο σώμα», ψιθύρισε ένας.
«Βρήκε κιόλας καινούρια γυναίκα ο Σέξτον;»
«Η κόρη του είναι, ηλίθιε», απάντησε ένας άλλος. Ο άντρας γέλασε με νόημα.
«Ξέρω τον Σέξτον, δε θα είχε πρόβλημα να την πηδήξει ούτως ή άλλως».
Όταν η Ρέιτσελ έφτασε στο τραπέζι του πατέρα της, βρήκε το γερουσιαστή να μιλάει μεγαλόφωνα στο κινητό για μία από τις πρόσφατες επιτυχίες του. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στη Ρέιτσελ, αρκετή για να προλάβει να χτυπήσει με το δείκτη του το Cartier ρολόι του και να της υπενθυμίσει ότι είχε καθυστερήσει. Κι εσύ μου έλειψες, σκέφτηκε η Ρέιτσελ.
Ο πατέρας της είχε δύο μικρά ονόματα και το πρώτο ήταν Τόμας, όμως είχε επιλέξει εδώ και χρόνια το δεύτερο. Η Ρέιτσελ είχε την υποψία ότι του άρεσε η παρήχηση: γερουσιαστής Σέντζγουικ Σέξτον. Γκριζομάλλης, ιδιαίτερα εύγλωττος, γνήσιος πολιτικός που είχε την τύχη να μοιάζει μ’ εκείνους τους αψεγάδιαστους γιατρούς στις σαπουνόπερες, κάτι που μάλλον του ταίριαζε, δεδομένου του υποκριτικού του ταλέντου.
«Ρέιτσελ!» Ο πατέρας της έκλεισε το κινητό και σηκώθηκε να τη φιλήσει στο μάγουλο.
«Γεια σου, μπαμπά». Δεν του ανταπέδωσε το φιλί.
«Δείχνεις εξουθενωμένη». Αρχίσαμε πάλι, σκέφτηκε εκείνη.
«Πήρα το μήνυμά σου. Τι συμβαίνει;»
«Δεν μπορώ να ζητήσω από την κόρη μου να πάρουμε πρωινό μαζί;»
Η Ρέιτσελ είχε μάθει από καιρό ότι ο πατέρας της σπάνια επιδίωκε τη συντροφιά της, εκτός κι αν είχε κάποιο απώτερο σκοπό. Ο Σέξτον ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.
«Λοιπόν, πώς είσαι αυτό τον καιρό;»
«Πολλή δουλειά. Βλέπω ότι η εκστρατεία σου πηγαίνει καλά».
«Ω, ας μη μιλήσουμε για δουλειές».
Ο Σέξτον έγειρε προς το μέρος της πάνω από το τραπέζι, χαμηλώνοντας τη φωνή του.
«Πώς σου φάνηκε εκείνος ο τύπος από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που κανόνισα να τα πείτε;»
Η Ρέιτσελ ξεφύσηξε, ήδη συγκρατώντας με δυσκολία τον εαυτό της για να μην αρχίσει να κοιτάζει το ρολόι της.
«Μπαμπά, κοίτα, δεν είχα χρόνο να του τηλεφωνήσω. Και πραγματικά θα ήθελα να μην προσπαθείς να…»
«Πρέπει να βρεις χρόνο για τα σημαντικά πράγματα, Ρέιτσελ. Χωρίς αγάπη τίποτα δεν έχει νόημα».
Dan Brown, Αρκτικός Κύκλος, εκδόσεις Λιβάνη, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/glacia-lake
Διαβάστε επίσης: