Ήταν 21 Σεπτεμβρίου του 1971 όταν κυκλοφόρησε στους ελληνικούς κινηματογράφους η Ευδοκία. Η ταινία του Αλέξη Δαμιανού, ο οποίος γύρισε όλες και όλες, τρεις ταινίες κι έμελλε να σημαδέψει το ελληνικό κινηματογράφο.
Δεν είναι, άλλωστε τυχαίο, που η Ευδοκία ψηφίστηκε ως “η σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών”. Γιατί δε νομίζουμε πως υπάρχει κάποιος ή κάποια που να μην γνωρίζει την ταινία. Και ακόμη και αν δεν την έχουν δει, σίγουρα την ξέρουν από το θρυλικό “ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας” του Μάνου Λοΐζου.
Η ταινία που πήγαινε κόντρα στα “χρηστά ήθη”
Η ταινία καταπιάνεται με το ειδύλλιο μιας νεαρής πόρνης και ενός λοχία του στρατού, που ερωτεύονται κόντρα στα στερεότυπα, αλλά τελικά δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις της κοινωνίας και τις δικές τους και έτσι συντρίβονται.
Η Ευδοκία, για την εποχή εκείνη, αποτελούσε μια καινοτομία, που πήγαινε κόντρα στα «χρηστά ήθη και έθιμα». Ο Αλέξης Δαμιανός ήξερε καλά πως θα ερχόταν αντιμέτωπος με το καθεστώς λογοκρισίας της Χούντας, γι’ αυτό επέλεξε να γυρίσει την ταινία στα αγγλικά, βάζοντας ως παραγωγό ένα Βρετανό φίλο του. Άλλωστε ο ίδιος με την οικογένειά του είχε ζήσει έναν χρόνο στο Λονδίνο.
Ο αρχικός τίτλος ήταν «Η πόρνη και ο στρατιώτης», όμως, τελικά ο Έλληνας σκηνοθέτης, προτίμησε το όνομα της κεντρικής ηρωίδας του, που ήταν και το όνομα της μητέρας του, Ευδοκίας.
Το εντυπωσιακό στην ταινία είναι πως για τους κεντρικούς ρόλους, ο Δαμιανός επέλεξε δυο νέα παιδιά, που δεν είχαν καμία σχέση με την υποκριτική. Πρώτα, βρήκε τυχαία σε ένα καφενείο τον Γιώργο Κουτούζη. Εκείνη τη μέρα ο νεαρός είχε μπλέξει σε έναν καβγά με το αφεντικό από την οικοδομή όπου δούλευε και ήρθαν σχεδόν στα χέρια. Ο σκηνοθέτης βρέθηκε τυχαία μπροστά στο σκηνικό και αμέσως κατάλαβε ότι ο αψύς νεαρός, ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να ενσαρκώσει τον λοχία του έργου.
Ο νεαρός Κουτούζης δεν είχε όνειρο να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο, όμως πείστηκε από το όραμα του Δαμιανού και καθώς είχε μείνει άνεργος, είπε το «ναι». Το μεγάλο πρόβλημα όμως ήταν η κοπέλα που θα έπαιζε την Ευδοκία. Ο Δαμιανός είχε συναντήσει πολλές ηθοποιούς για τον ρόλο, αλλά καμία δεν του έκανε. Μέχρι που η γυναίκα του, η Άρτεμις, ανακάλυψε τυχαία στο Λονδίνο μια Κύπρια κοπέλα με ιδιαίτερη αύρα. Μόλις την είδε, ήξερε ότι είχε βρει αυτό που ζητούσε ο άνδρας της.
Η τραγική ιστορία της “Ευδοκίας”
Ο λόγος για τη Μαρία Βασιλείου, παιδί μια πολύτεκνης οικογένειας που τα έφερνε πέρα δύσκολα. Η όμορφη κοπέλα είχε μεγαλώσει στο Λονδίνο και όταν η σύζυγος του Δαμιανού πρότεινε στη μητέρα της τον ρόλο για την κόρη της, εκείνη δέχτηκε αμέσως.
Έτσι, η Μαρία Βασιλείου ήρθε στην Ελλάδα και μαζί με τον συμπρωταγωνιστή της έμειναν στο σπίτι της οικογένειας Δαμιανού. Εκεί και οι δυο προετοιμάζονταν σκληρά για τους ρόλους τους. Εκείνη την περίοδο τους απαγορευόταν να βλέπουν ταινίες για να μείνουν απερίσπαστοι και γενικώς ζούσαν σαν εσώκλειστοι. Ο Κουτούζης, που αργότερα δούλεψε ως ναυτικός και εργάτης στα ναυπηγεία, νοσταλγούσε πάντα εκείνα τα χρόνια, ενώ για την συμπρωταγωνίστριά του είχε πει σε συνέντευξή του στη Lifo πως: «Ήταν ένα γελαστό παιδί, μέσα στη ζωντάνια, με μεσογειακό ταπεραμέντο και εμφάνιση, αλλά και με συνήθειες αγγλικές. Ένα περίεργο κράμα, που της έδινε γοητεία».
Λόγω της κυπριακής της προφοράς, ο Δαμιανός αποφάσισε να ντουμπλάρει τη φωνή της με την Ελένη Ροδά, μετά από πρόταση του Λοΐζου. Η ερμηνεία της νεαρής πρωταγωνίστριας απέσπασε διθυραμβικά σχόλια κι ενώ θα περίμενε κανείς πως μετά την Ευδοκία, θα άνοιγαν οι επαγγελματικές πόρτες για εκείνη, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε.
Συμμετείχε αργότερα σε δυο ταινίες του Ομήρου Ευστρατιάδη, ενώ έκανε και ένα πέρασμα από τον «Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όμως έκτοτε ποτέ κανείς δεν την ξαναείδε. Οι φήμες άρχισαν να οργιάζουν. Κάποιοι είπαν πως πέθανε σε τροχαίο ατύχημα στην Αγγλία, πράγμα που όπως αποδείχτηκε, δεν ευσταθούσε.
Στην πραγματικότητα, ερωτεύτηκε έναν Έλληνα μουσικό με τον οποίο έφυγαν για το Λονδίνο. Εκεί παντρεύτηκαν κι έμειναν μαζί με την οικογένειά της στο πατρικό της σπίτι. Ωστόσο, ο γάμος του δεν κράτησε πολύ και χώρισαν.
Η Μαρία Βασιλείου πέθανε από καρκίνο το 1989.
Το θρυλικό ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας
Στην ταινία ακούγεται το θρυλικό ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος και πήρε το όνομα της ταινίας… το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Γράφτηκε, ιδικά για τη σκηνή που ο λοχίας χορεύει. Όταν έγινε το γύρισμα – σε μια ταβέρνα στην κάτω Κηφισιά – το κομμάτι δεν είχε γραφτεί ακόμα. Έτσι ο πρωταγωνιστής, ο οποίος να σημειώσομε δεν ήξερε ζεϊμπέκικο, στο γύρισμα εκείνο χόρεψε την «Άτακτη» του Μάρκου Βαμβακάρη.
Αργότερα, ο Δαμιανός γνώρισε τον Λοΐζο μέσω ενός κοινού τους φίλου, που του τον πρότεινε επειδή ήταν νέος σύνθετης και δεν θα του έπαιρνε πολλά λεφτά. Ο Λοΐζος λοιπόν έγραψε το κομμάτι, βλέποντας τη σκηνή ήδη γυρισμένη. Στην ηχογράφηση, ζήτησε από τον Θανάση Πολυκανδριώτη που θα έπαιζε τα όργανα να το ερμηνεύσει με τζουρά, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο.
Κι όμως αυτή η επιλογή αποδείχτηκε καθοριστική. Στη συνέχεια, πρότεινε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο να γράψει στίχους, εκείνος όμως του είπε ότι δεν χρειάζεται, γιατί το κομμάτι αυτό είναι ύμνος από μόνο του. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα από τα πιο θρυλικά ζεϊμπέκικα της ελληνικής μουσικής και το μοναδικό ορχηστρικό του Λοΐζου.
Αν και ο Δαμιανός είχε καταφέρει να πάρει την άδεια από το καθεστώς για τα γυρίσματα, μετά από την προβολή η ταινία απαγορεύτηκε και ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες για «προσβολή των αξιών του ελληνικού στρατού».
Η «Ευδοκία» το 1985 ψηφίστηκε από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, ως η “σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών”. Ωστόσο, όταν βγήκε στους κινηματογράφους, απέσπασε χλιαρές κριτικές.