Κάθε τί πού γυρεύουμε ν’ αρπάξουμε, μάς αντιστέκεται· το κάθε τί έχει την εχθρική του βούληση πού πρέπει να νικήσουμε. Στη ζωή των λαών, η ιστορία δεν μάς δείχνει άλλο από πολέμους και επαναστάσεις τα ειρηνικά χρόνια δεν μοιάζουν με τίποτε’ άλλο παρά με μικρές παύσεις, με διαλείμματα που γίνονται τυχαία κάπου – κάπου. Και όμοια, η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαρκής μάχη, όχι μονάχα εναντίον των αφηρημένων δεινών, της δυστυχίας και της πείνας, αλλά και εναντίον των άλλων ανθρώπων. Παντού βρίσκεις έναν αντίπαλο : η ζωή είναι ένας ασταμάτητος πόλεμος, και πεθαίνουμε με τα όπλα στο χέρι.
Στο μαρτύριο της ζωής προστίθεται ακόμα η ταχύτητα τού χρόνου πού μάς πιέζει, που δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσες και στέκει πίσω απ’ τον καθένα μας σαν δεσμώτης κάτεργου με το μαστίγιο. Λυπάται μόνο όσους έχει παραδώσει στην ανία.
Κι’ όμως, όπως θα έπρεπε να έσκαγε το σώμα μας, αν βρισκόταν κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση, έτσι κι’ αν αφαιρούσαν το βάρος της δυστυχίας, της θλίψης, των αντιξοοτήτων και των μάταιων προσπαθειών από τη ζωή τού ανθρώπου, η υπερβολή της αλαζονείας του θα ήταν τόσο άμετρη, πού θα τον έσπαζε σε κομμάτια, η τουλάχιστον θα τον έσπρωχνε στην πιο άτακτη παραφροσύνη, ως τη μανιακή τρέλα.
Πάντα, χρειάζεται στον καθένα μια ορισμένη ποσότητα φροντίδων, πόνων, ή δυστυχίας, όπως χρειάζεται η σαβούρα στο πλοίο για να του δίνει ευστάθεια και να προχωρεί ίσια.
Δουλειά, μαρτύριο, θλίψη και αθλιότητα• αυτός είναι σ’ όλη τη ζωή ο κλήρος όλων σχεδόν των ανθρώπων.
Αλλά αν όλες οι επιθυμίες εκπληρώνονταν μόλις σχηματίζονταν, με τι θα γέμιζε η ανθρώπινη ζωή; και σε τι θα χρησιμοποιούσαμε τον καιρό μας ; Αν βάζαμε αυτή τη ράτσα σε μια γη της επαγγελίας, όπου όλα ν’ αναπτύσσονται μόνα τους, όπου να πετούσαν οι κορυδαλλοί ψημένοι κοντά στα στόματα, κι’ όπου ο καθένας να έβρισκε αμέσως την αγαπημένη του και να την κατακτούσε χωρίς δυσκολία,
Τότε θα βλέπαμε τούς ανθρώπους να πεθαίνουν από ανία, η να απαγχονίζονται, κι’ άλλους να τσακώνονται, να στραγγαλίζουν ο ένας τον άλλο και να προκαλούν στον εαυτό τους περισσότερα βάσανα απ’ όσα τούς επιβάλλει σήμερα η φύση.
Έτσι, σε μια τέτοια ράτσα, δεν είναι δυνατόν να ταιριάζει κανένα άλλο θέατρο, καμιά άλλη ζωή..
Στην πρώτη νεότητα, στεκόμαστε μπροστά στη μοίρα που θ’ ανοίξει μπροστά μας, όπως στέκουν τα παιδιά μπροστά σε μιαν αυλαία θεάτρου, με τη χαρούμενη κι’ ανυπόμονη προσμονή για τα πράγματα πού θα συμβούν πάνω στη σκηνή: είναι μια ευτυχία πού δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν εκ των προτέρων. Στα μάτια εκείνου που ξέρει τι θα συμβεί πραγματικά, τα παιδιά είναι αθώοι ένοχοι, καταδικασμένοι όχι στο θάνατο, αλλά στη ζωή, και πού ωστόσο δεν ξέρουν ακόμα το περιεχόμενο της καταδικαστικής τους απόφασης.— Αυτό όμως δεν σημαίνει πώς ο καθένας δεν παύει να επιθυμεί για τον εαυτό του να γεράσει, δηλαδή μια κατάσταση πού θα μπορούσαμε να την εκφράσουμε ως έξης : «Σήμερα είναι άσχημα, και κάθε μέρα θα ναι πιο άσχημα — ώσπου να φτάσει το χειρότερο».
Photo cover:pixabay.com/AlexandruPetre/doll
Διαβάστε επίσης: