Search
Close this search box.

Οι μηχανισμοί άμυνας του “Εγώ” βάση του Freud

Το Εγώ, για να ελέγξει και να αναστείλει την ικανοποίηση των εσωτερικών ενορμήσεων, παράγει άγχος ως σήμα κινδύνου. Γι αυτό το σκοπό, εκτός από τους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί στη φυσιολογική ζωή (όπως αντίληψη, προσοχή, μνήμη, φαντασία), το Εγώ καταφεύγει επιπρόσθετα σε κάποιους ιδιαίτερους μηχανισμούς, τους λεγόμενους μηχανισμούς άμυνας, από τους οποίους θα αναφερθούν εκτενέστερα οι κυριότεροι και οι κλινικώς πιο εύχρηστοι από την πλειονότητα των ψυχαναλυτών.

Ο ρόλος των μηχανισμών άμυνας του Εγώ

Στην πραγματικότητα οι άμυνες δεν έχουν μόνο αρνητικό χαρακτήρα, αλλά και προσαρμοστικό. Κάθε άνθρωπος στη συνδιαλλαγή του με την πραγματικότητα χρησιμοποιεί περισσότερο συγκεκριμένες άμυνες.

Σύμφωνα με τη McWilliams (2000), η προτίμηση και χρήση μιας άμυνας εξαρτάται από την αλληλεπίδραση των εξής παραγόντων:

(α) της ιδιοσυγκρασίας του ατόμου,

(β) της φύσης των αρνητικών ψυχοπιεστικών παραγόντων που επηρέασαν το άτομο κατά τη διάρκεια της πρώιμης ηλικίας του,

(γ) των αμυνών που λειτούργησαν ως πρότυπα ή που διδάχθηκαν από γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα, και

(δ) των συνεπειών που βίωσε το άτομο μετά την επιστράτευση συγκεκριμένων αμυνών.

Ήδη από το 1926 η μελέτη των μηχανισμών άμυνας κατέλαβε σημαίνουσα θέση στην ψυχαναλυτική έρευνα, ιδιαίτερα μετά την ώθηση που προσέδωσε στην εν λόγω προβληματική συνολικά η περίφημη πραγματεία της Anna Freud Το Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας (1936/1978).

Ο Freud χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο “άμυνα” το 1894, για να τον αντικαταστήσει και να τον συμπληρώσει αργότερα με τον όρο απώθηση. Αρχικά, και για αρκετά χρόνια, ο όρος αυτός ήταν δηλωτικός κάθε είδους προσπάθειας του ατόμου να κρατά στο ασυνείδητο ανεπιθύμητες παραστάσεις.

Το 1926 όμως, στο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος ο Freud όρισε την απώθηση ως ειδική μέθοδο άμυνας, αναφέροντας παράλληλα και άλλους αμυντικούς μηχανισμούς.

Απώθηση (repression)

Η απώθηση συνίσταται στην απομάκρυνση από τη συνείδηση αναπαραστάσεων που συνδέονται με μια ενόρμηση, όταν η ικανοποίηση αυτής της ενόρμησης μπορεί, εκτός από ηδονή, να προκαλεί δυσαρέσκεια. Ας σημειωθεί ότι η απώθηση δεν ασκείται στην ενόρμηση ή στο συναίσθημα, αλλά στην αναπαράσταση-εκπρόσωπο της ενόρμησης.

Διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην υστερία, σε σχέση με την οποία έγιναν και οι πρώτες παρατηρήσεις για την εν λόγω αμυντική διεργασία. Η απώθηση ωστόσο υπεισέρχεται και στη λειτουργία των υπόλοιπων μηχανισμών άμυνας.

Η ίδια αμυντική διεργασία χρησιμοποιείται επίσης κατά τη διάρκεια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης ως μέσο για την αντιμετώπιση του άγχους που προκύπτει από τις ασυνείδητες επιθετικές και σεξουαλικές ενορμήσεις, είτε ακόμη ως αντίδραση μετατραυματικού στρες, όπου εμποδίζεται η ανάκληση του τραύματος.

Προβολή (projection)

Με αυτό το μηχανισμό το υποκείμενο απομακρύνει από τον εαυτό του και αποδίδει σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή/και αντικείμενο του περιβάλλοντος επιθυμίες, ενορμήσεις, ιδιότητες ή συναισθήματα, τα οποία αγνοεί ή αρνείται σε σχέση με τον εαυτό του. Για παράδειγμα, ένα άτομο προβάλλει τις επιθετικές του ενορμήσεις σε κάποιο άλλο άτομο, και έτσι το “σε μισώ” μέσω της προβολής γίνεται “εσύ με μισείς”.

Η προβολή είναι σημαντική στην πρώιμη ηλικία. Το πολύ μικρό παιδί αποδίδει σε άλλους ανθρώπους, ζώα ή άψυχα αντικείμενα τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις που βιώνει το ίδιο, ακόμη και όταν δεν υπάρχει καθεστώς εσωτερικής διένεξης με αυτά.

Η προβολή ανακαλύφθηκε από τον Freud αρχικά στην παράνοια, της οποίας αποτελεί χαρακτηριστικό αμυντικό μηχανισμό. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός όμως διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο και στη ζωή των μη ψυχωτικών ατόμων. Όπως κατέδειξε η αναλυτική ερμηνεία, τα εγκλήματα και οι ανηθικότητες που αποδίδονται στον εχθρό σε καιρό πολέμου, οι προκαταλήψεις απέναντι σε αγνώστους ή εκπροσώπους άλλης εθνικότητας, οι δεισιδαιμονίες, η μυθολογία, είναι είτε εν μέρει είτε ολοκληρωτικά, αποτέλεσμα της προβολής.

Η Melanie Klein (1946) ήταν αυτή που περιέγραψε για πρώτη φορά την έννοια της προβλητικής ταύτισης. Πρόκειται για μια αμυντική διεργασία κατά την οποία ένα άτομο προβάλλει μια “κακή” ή μια “καλή” πλευρά του εαυτού του σε κάποιον άλλο. Το αντικείμενο που δέχτηκε την προβεβλημένη πλευρά οδηγείται ή πιέζεται από τον άλλο να αισθανθεί ή να συμπεριφερθεί σύμφωνα με την προβεβλημένη εμπειρία.

Η ειδοποιός διαφορά της προβολής από την προβλητική ταύτιση είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση το αντικείμενο βιώνει έως ένα βαθμό το περιεχόμενο της προβολής. Καλείται να εμπλακεί ενεργητικά στο πλαίσιο μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Η προβλητική ταύτιση χρησιμοποιείται κυρίως από οριακούς και ψυχωτικούς ασθενείς.

Διχοτόμηση του Εγώ (splitting of the Ego)

Ο Freud χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να περιγράψει μία διεργασία που συντελείται κυρίως στις ψυχώσεις και στο φετιχισμό: στο Εγώ υφίστανται ταυτόχρονα δύο διαφορετικές στάσεις όσον αφορά την εξωτερική πραγματικότητα, όταν αυτή η πραγματικότητα αντιμάχεται την ικανοποίηση των ενορμήσεων.

Το υποκείμενο που χρησιμοποιεί αυτό το μηχανισμό όμως δεν έχει επίγνωση της αμφιθυμίας του και αρνείται ότι, εκτός από τη διάσταση που αναγνωρίζει, υπάρχει και η αντίθετή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο υπάρχουσες στάσεις διατηρούνται συγχρόνως, χωρίς όμως να αποκτούν διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Η διχοτόμηση του Εγώ χρησιμοποιείται συχνά και από τους οριακούς ασθενείς.

Για παράδειγμα, ένας αναλυόμενος με οριακή δομή προσωπικότητας βιώνει το θεραπευτή του ως απόλυτα καλό και ικανό επιστήμονα, ενώ για όλους τους άλλους επαγγελματίες του χώρου έχει τη γνώμη ότι είναι ψυχροί και ανάξιοι.

Εάν όμως ο θεραπευτής τον δυσαρεστήσει για κάποιο λόγο, τότε ο ασθενής που χρησιμοποιεί τη διχοτόμηση του Εγώ θα βιώσει ξαφνικά τον μέχρι πρότεινος, απόλυτα καλό θεραπευτή, ως απόλυτα κακό.

Σχηματισμός εξ αντιδράσεως ή αντιδραστικός σχηματισμός (reaction formation)

Πρόκειται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υιοθετούνται αντιθετικές διεργασίες ως αντίδραση στην απωθημένη επιθυμία. Για παράδειγμα, το μίσος παραμένει ασυνείδητο, ενώ δίνεται έμφαση στο αντίθετο συναίσθημα. Έτσι, το μίσος μοιάζει να αντικαθίσταται από την αγάπη, η επιθυμία για βρομιά από την ακραία καθαριότητα κ.α.

Αν θεωρήσουμε ότι μια συναισθηματική αντίδραση έχει δύο πόλους (π.χ. την αγάπη και το μίσος, τη συμπόνια και τη σαδιστική συμπεριφορά), τότε μπορούμε να πούμε ότι το άτομο που χρησιμοποιεί αυτή την αμυντική διεργασία βιώνει αποκλειστικά τη συναισθηματική χροιά του ενός πόλου, αγνοώντας τον άλλο.

Έτσι, ο παρανοϊκός αισθάνεται μόνο καχυποψία απέναντι στους άλλους, ενώ δεν έχει επίγνωση της ανάγκης του για επαφή και εξάρτηση.

Μολονότι συνήθως πιστεύουμε ότι ο μηχανισμός αυτός χρησιμοποιείται για την καταπίεση κοινωνικά μη αποδεκτών εκδηλώσεων συμπεριφοράς, είναι δυνατόν να συμβαίνει και το αντίθετο. (πχ η καλοσύνη να αντικαθίσταται από τη σκληρότητα).

Για τον καθορισμό της φύσης του ανιδραστικού σχηματισμού, διαφωτιστική κάθε φορά είναι η απάντηση στο ερώτημα: τι είναι αυτό που φοβάται το Εγώ; Τι θεωρεί επικίνδυνο το Εγώ και αντιδρά με σήμα άγχους;

Αν για παράδειγμα, το Εγώ φοβάται την ενόρμηση της Αγάπης, θα τη διατηρήσει στο ασυνείδητο και θα δώσει έμφαση στην επιθυμία του μίσους.

Παλινδρόμηση (regression)

Πρόκειται για μία έννοια περισσότερο περιγραφική, η οποία εισήχθη από τον Freud στην Ερμηνεία των ονείρων (1899). Με χρονική έννοια, η παλινδρόμηση, δηλώνει επιστροφή σε ένα πρώιμο λιβιδινικό στάδιο, καθώς και σε σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί σε αρχαϊκότερες εξελικτικές βαθμίδες με προηγούμενα αντικείμενα.

Με τη διαχρονική της έννοια, η παλινδρόμηση συνδέεται στενά με την καθήλωση. Όταν το άτομο αντιμετωπίζει ισχυρές στερήσεις στις οποίες δεν μπορεί πάντα να αντεπεξέλθει, το Εγώ επιζητά την επιστροφή σε παρωχημένα αντικείμενα ικανοποίησης ή σε εξελικτικές βαθμίδες που για το άτομο χαρακτηριζόταν από την ευκολότερη ικανοποίηση των αναγκών του.

Κατά μία έννοια λοιπόν η καθήλωση προετοιμάζει εκείνες ακριβώς τις θέσεις στις οποίες θα επιστρέψει το παλινδρομημένο άτομο. Για παράδειγμα, ένα παιδί πέντε ετών αντιδρά στη γέννηση του μικρού του αδελφού παλινδρομώντας σε παλαιότερες συμπεριφορές, όπως νυχτερινή ενούρηση, πιπίλισμα δαχτύλου, απαίτηση για θηλασμό.

Η παλινδρόμηση συνιστά αμυντικό μηχανισμό μόνο όταν είναι ασυνείδητη.

Για παράδειγμα, η συμπεριφορά ενός άνδρα μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με παλινδρόμηση όταν, παρότι είναι δυναμικός και διεκδικητικός, συμμορφώνεται αυθόρμητα, σαν μικρό υπάκουο παιδί, στον προϊστάμενο του. Αντίθετα, η συνειδητό ανάγκη ενός ατόμου για τρυφερότητα και ζεστασιά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παλινδρόμηση.

Δείτε το σχετικό βιβλίο Ερμηνεία των ονείρων, στο εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο ψυχολογίας της Πύλης μας

Μόνωση (isolation)

Μηχανισμός άμυνας ο οποίος περιγράφεται από τον Freud ως μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική διεργασία στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση. Με τη χρήση μιας σειράς μεθόδων, όπως τελετουργίες, διακοπές στη ροή της σκέψης κ.α., δημιουργείται ρήξη των συνειρμικών δεσμών μιας πράξης ή μιας σκέψης με οτιδήποτε προηγείται ή έπεται χρονικά.

Η πιο κοινή έννοια του όρου είναι αυτή που ο Freud ονόμασε “μόνωση του αποτελέσματος” ή “απώθηση του συναισθήματος“. Εν προκειμένω, ενώ η φαντασίωση που σχετίζεται με μια επιθυμία ή μνήμη του παρελθόντος έχει ελεύθερη πρόσβαση στη συνείδηση, το σχετικό με αυτά συναίσθημα παραμένει ασυνείδητο και ο ασθενής κατορθώνει να αποφεύγει το συναίσθημα σχεδόν ολοκληρωτικά. Συνήθως, καθώς το συναίσθημα που απωθείται είναι δυσάρεστο, ο μηχανισμός αυτός φαίνεται να εξυπηρετεί την αρχή της ηδονής.

Η μόνωση χρησιμοποιείται και στο πλαίσιο μιας προσαρμοστικής διαδικασίας, όταν το άτομο αντιμετωπίζει οδυνηρές καταστάσεις. Το τραυματικό γεγονός δε λησμονιέται, αλλά απεκδύεται του συναισθηματικού του νοήματος.

Η μόνωση χρησιμοποιείται συχνά και από ανθρώπους που αντιμετώπισαν μαζικές και ακραίες καταστροφές (ατυχήματα, πολέμους, φυσικές καταστροφές κ.α.). Αυτοί περιγράφουν τα τραυματικά συμβάντα σαν να αφορούν κάποιον άλλο, δηλαδή σαν να μη τα έζησαν οι ίδιοι, αλλά να υπήρξαν απλώς παρατηρητές.

Άρνηση (negation)

Σύμφωνα με την A.Freud, πρόκειται για μία διεργασία κατά την οποία το άτομο αρνείται ένα δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο κομμάτι της εξωτερικής πραγματικότητας, είτε φαντασιωτικά είτε μέσω μιας πράξης. Άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο για να αναφερθούν στην αντίστοιχη στάση απέναντι σε μια εξωτερική πραγματικότητα.

Για παράδειγμα, μια  μητέρα δείχνει να αγνοεί κάποιες σοβαρές ενδείξεις για τη σεξουαλική κακοποίηση της κόρης της από άτομο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος ή ένα άτομο στο οποίο ανακοινώνεται ότι πάσχει από σοβαρή ασθένεια, επισκέπτεται πολλούς γιατρούς με την ελπίδα να αναιρέσει την ανεπιθύμητη διάγνωση, ή υποβαθμίζει τη διάγνωση αρνούμενο να υποβληθεί σε οποιαδήποτε θεραπεία.

Η άρνηση ωστόσο αποτελεί την πιο συνηθισμένη αντίδραση σε τραυματικά γεγονότα: “όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει σε μένα αυτό”! Αυτή η διεργασία ανάγεται στην εποχή της παντοδύναμης σκέψης του παιδιού: “αν δεν το παραδεχθώ, δεν συμβαίνει“.

Διάψευση (disavowal ή denial)

Όρος τον οποίο ο Freud χρησιμοποίησε από το 1924, προκειμένου να περιγράψει την άρνηση του υποκειμένου να αποδεχθεί τραυματικά αντιληπτικά δεδομένα της εξωτερικής πραγματικότητας, και κυρίως την απουσία πέους στη γυναίκα.

Η διεργασία της διάψευσης αφορά τόσο το αγόρι όσο και το κορίτσι, και δεν θεωρείται επικίνδυνη ή μη φυσιολογική για την ψυχική ζωή του παιδιού. Στον ενήλικα όμως, η ίδια διεργασία θεωρείται παθολογική (φετιχισμός).

Ο Freud τοποθετεί τη διεργασία της διάψευσης στο μεταίχμιο μεταξύ νεύρωσης και ψύχωσης.

Ακύρωση (undoing)

Ψυχολογικός μηχανισμός χάρη στον οποίο το άτομο, υιοθετώντας μια σκέψη ή εγκαθιστώντας μια συμπεριφορά, προσπαθεί να ακυρώσει και να διορθώσει το κακό που ασυνείδητα θεωρεί ότι έχει προκαλέσει μέσω των σεξουαλικών ή επιθετικών του ενορμήσεων.

Για παράδειγμα, το μικρό παιδί που έχει άγχος εξαιτίας των εχθρικών του συναισθημάτων προς το μικρό του αδελφάκι πρώτα το χτυπά και κατόπιν το φιλά. Ή ο ψυχαναγκαστικός καταφεύγει σε στερεότυπες πράξεις, όπως το επαναλαμβανόμενο πλύσιμο των χεριών κλπ., το μέτρημα χρημάτων κλπ., το άνοιγμα και κλείσιμο διακοπτών κλπ., προκειμένου να εξαλείψει, να ακυρώσει την ασυνείδητη ενοχή, λόγου χάρη, για τις οιδιπόδειες επιθυμίες του. Σημειώνεται ότι το κίνητρο της ακύρωσης είναι κάθε φορά ασυνείδητο.

Εκλογίκευση (rationalization)

Όρος που εισήγαγε ο Jones για να δηλώσει τη διαδικασία κατά την οποία το άτομο προσπαθεί να δώσει στον εαυτό του ή στους άλλους λογικοφανείς ή ηθικά αποδεκτές ερμηνείες για πράξεις, επιθυμίες, συναισθήματα, ιδέες, συμπεριφορές, κ.α., των οποίων τα αληθινά κίνητρα δεν είναι εμφανή.

Για παράδειγμα, σε ένα αποτυχημένο εγχείρημα ανακαλύπτουμε εκ των υστέρων ορισμένα θετικά στοιχεία που ενδέχεται να αποκομίσαμε, όπως την απόκτηση εμπειρίας κλπ. Ή προβαίνοντας σε συμπεριφορές που προκαλούν δυσφορία σε κάποιον άλλο, ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε για το δικό του συμφέρον (λ.χ. ο γονέας πιέζει το παιδί να φάει ή το τιμωρεί “για το καλό του”).

Ταύτιση (identification)

Μια διαδικασία η οποία προκύπτει από την εμπειρία, και θεωρείται πρωταρχικής σημασίας για την ανάπτυξη του Εγώ, είναι η ταύτιση με τα αντικείμενα (συνήθως άτομα του οικείου περιβάλλοντος).

Με τον όρο ταύτιση νοείται η ψυχολογική διεργασία κατά την οποία το άτομο αφομοιώνει χαρακτηριστικά και ιδιότητες ενός αντικειμένου (προσώπου, θεσμού, ιδεολογίας), το οποίο εκλαμβάνει ως πρότυπο και του επιτρέπει τη μερική ενσωμάτωση ιδιομορφιών του αντικειμένου.

Η ταύτιση είναι μία ασυνείδητη διεργασία και έχει την έννοια της ιδιοποίησης. Συμβάλλει ιδιαίτερα στη συγκρότηση και τη διαφοροποίηση της προσωπικότητας (λόγου χάρη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λήξη της οιδιπόδειας φάσης).

Η ταύτιση με ένα ιδανικό λειτουργεί επίσης ως παράγοντας συνοχής σε μια ομάδα. 

Μετουσίωση (sublimation)

Κατά την μετουσίωση η λιβιδινική ενέργεια ή η επιθετική ενόρμηση χρησιμοποιούνται για την επίτευξη κοινωνικά παραδεκτών στόχων, που προκαλούν πολλές φορές ισχυρή ικανοποίηση.

Ο Freud εισήγαγε αυτόν τον όρο προσπαθώντας να αναλύσει ένα μέρος της ανθρώπινης δράσης, όπως είναι η τέχνη, η πνευματική αναζήτηση και γενικά δραστηριότητες με ιδιαίτερη κοινωνική αναγνώριση.

Ο ίδιος θεωρούσε ότι η πεμπτουσία του πολιτισμού εμπεριέχεται στην ικανότητα του ατόμου να μετουσιώνει τις σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις του.

Ως άμυνα η μετουσίωση θεωρείται ο πιο υγιής και ώριμος τρόπος επίλυσης των ενδοψυχικών συγκρούσεων, διότι εκτονώνει την ενορμητική πίεση μέσω οδών που προάγουν τον πολιτισμό και ευεργετούν το κοινωνικό σύνολο. Για παράδειγμα, ο ηθοποιός μετουσιώνει την επιδειξιομανία του, ο χειρουργός το σαδισμό του κλπ.

Πηγή: Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο Θεωρίες Προσωπικότητας και κλινική πρακτική του Γρηγόρη Ποταμιάνου, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Συγγραφή – Επιμέλεια Άρθρου

Νίκος Μεταξάς

Επιμέλεια & μετάφραση άρθρων, Τμήμα Σύνταξης Πύλης Ψυχολογίας psychology.gr
Επικοινωνία: editorial @psychology.gr

Photo cover:pixabay.com/geralt/smartphone

Πηγή:psychology.gr

Διαβάστε επίσης:

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα