Δίψασα κι οι φτέρες είχαν ξεραθεί
κίτρινα τα φυτά στις γλάστρες, σαν καλαμποκιές,
η γυναίκα μου είχε φύγει
και τ’ αδειανά μπουκάλια: πτώματα κουτσουρεμένα
με κύκλωναν ανήμπορα.
Μονάχα ο ήλιος μού έμεινε’ και τότε
να ο λογαριασμός για το νοίκι:
άψογα, επαρμένα κίτρινος. Αν χρειαζόταν κάτι
κείνη την ώρα, ήτανε ένας ωραίος κωμικός, απ’ τους παλιούς,
κάνας καραγκιόζης, να σπάει πλάκα με τον παραλογισμό
του πόνου: ο πόνος είναι παράλογος μόνο και μόνο
επειδή υπάρχει.
Ξυρίστηκα προσεκτικά μ’ ένα παλιό ξυράφι.
Ανήκε σε κάποιον που κάποτε υπήρξε νέος
και τον πέρασαν για ιδιοφυία
όμως εδώ έγκειται η τραγωδία των φύλλων:
οι ξεραμένες φτέρες, τα ξεραμένα φυτά.
Τελικά βγήκα στο σκοτεινό διάδρομο.
Η σπιτονοικοκυρά μου στεκόταν ορθή, αγριεμένη,
αποφασισμένη.
Με διαολόστειλε
κουνώντας τα παχιά, κάθιδρα μπράτσα της.
«Το νοίκι!» ούρλιαξε.
Ούρλιαξε,
γιατί η ζωή είχε πια τσακίσει
και τους δυο μας.
Charles Bukowski, “Η τραγωδία των φύλλων”
Photo cover:pixabay.com/FelixMittermeier/wheat
Διαβάστε επίσης: