«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα. Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».

Με αυτά τα λόγια και με μπόλικη δόση αυτοσαρκασμού, ο Νικόλας Άσιμος συνήθιζε να συστήνει τον εαυτό του, δείχνοντας έτσι και τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του που δεν μπήκε ποτέ σε καλούπια. Εξάλλου, μέχρι και το πρόωρο τέλος του που έγραψε ο ίδιος αυτοκτονώντας τον Μάρτιο του 1988 μόλις στα 39 του χρόνια, ο Άσιμος ήταν ο ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, ο «μπαγάσας», αλλά και «άγιος» των Εξαρχείων.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε ως Νικόλας Ασημόπουλος σαν σήμερα στις 20 Αυγούστου 1949. Υπήρξε μέτριος μαθητής, ασχολήθηκε με τον στίβο και το ποδόσφαιρο, ενώ στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γεωργίου Σουρή (1853 – 1919) και διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής, όπως το γαλλικό τραγούδι «Monsieur Cannibale» του 1966. Το έστειλε μάλιστα σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Νίκος Άσιμος».

Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.

Τον Δεκέμβριο του 1972 πρωτοεμφανίστηκε στο κοινό ως τραγουδοποιός, αλλά και ως ηθοποιός (ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ) στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του.

Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως οι Πάνος Τζαβέλας, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς κ.α.

Το 1975 είχε την πρώτη του δισκογραφική παρουσία, με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» και «Ο Ρωμιός» σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Τον έβγαλε η εταιρεία Λύρα του Αλέκου Πατσιφά και έπεσε θύμα λογοκρισίας, καθώς απαγορευόταν η μετάδοσή του από την δημόσια ραδιοτηλεόραση.

Τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου, προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) στα διαβόητα λευκά κελιά των φυλακών Στάμχαϊμ στη Δυτική Γερμανία. Μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος.

Το «τρελόχαρτο» και τα ψυχιατρεία

Το 1978 ο Νικόλας Άσιμος προσπάθησε να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή προσποιούμενος τον ψυχοπαθή και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.

Από τον Σεπτέμβριο του 1978 έως τον Μάρτιο του 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με λιγότερο ή περισσότερο πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη «υπόγα» του Άσιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983.

Από το 1981 δρομολογείται η επώδυνη σχέση του με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές.

Η κόρη του Λίλιαν

Το 1976 ο Νικόλας Άσιμος απέκτησε μία κόρη εκτός γάμου από τη σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Την ονόμασαν και αυτή Λίλιαν. Ο ερχομός του παιδιού τους όμως αντί να τους ενώσει, τους χώρισε και ο Άσιμος έμεινε μόνος να τη φροντίζει. Έγινε η «μασκότ» των Εξαρχείων και όσοι τον έζησαν από κοντά έλεγαν ότι ήταν ένας κλασικός χαζομπαμπάς.

Ο Νικόλας Άσιμος είχε υπό την προστασία του την κόρη του μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Για εκείνη είχε γράψει και το συγκινητικό νανούρισμα «Το παπάκι», το οποίο λέγεται, ότι της τραγουδούσε για να κοιμηθεί.

Όταν έφυγε από τη ζωή, μικρή Λίλιαν ήταν τότε μόλις 12 ετών. Αν και την αγαπούσε πολύ και τη μεγάλωσε μόνος του, ο καλλιτέχνης που δεν τα πήγαινε καλά με τη γραφειοκρατία, δεν αναγνώρισε ποτέ και τυπικά την κόρη του. Μετά τον θάνατό του, την αναγνώρισε ο πατέρας του, ως νόμιμο παιδί του γιου του.

Η ρετσινιά του βιαστή

Το 1987 ο Νικόλας Άσιμος κατηγορήθηκε για βιασμό μίας γυναίκας και κρατήθηκε στη φυλακή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Η επικείμενη δίκη είχε συνέπειες στην ψυχοσωματική του κατάσταση.

Η κατηγορία αυτή συγκλόνισε τον καλλιτεχνικό κόσμο και την κοινή γνώμη. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά το στίγμα δεν κατάφερε να το ξεπεράσει. Μία κατηγορία που δεν αποδείχθηκε ποτέ, καθώς η δίκη δεν πρόλαβε να γίνει.

Όταν αφέθηκε ελεύθερος, γύρισε στο σπίτι του, όπου άρχισε να παλεύει με τους δαίμονές του. Οι φίλοι του ήταν ελάχιστοι, αφού οι περισσότεροι τον είχαν εγκαταλείψει. Ένας από τους λίγους που του είχαν απομείνει ήταν ο σκηνοθέτης, Νίκος Ζερβός.

Όταν ο Άσιμος πήρε την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του, τηλεφώνησε στον Ζερβό και του είπε, τι σκόπευε να κάνει. Εκείνος, όμως, δεν τον πίστεψε.

Στις 17 Μαρτίου 1988, ο Άσιμος είχε κρεμαστεί από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Κηδεύτηκε την επομένη στη Νέα Σμύρνη, με παρόντες την οικογένειά του, φίλους του και πλήθος κόσμου.

Διαβάστε επίσης