Ενώ όμως το να σκοπεύει κανείς να γίνει καλύτερος άνθρωπος είναι μια μη επιστημονική παρόρμηση, το να γίνει κανείς βαθύτερος αποτελεί προνόμιο εκείνων που έχουν πονέσει.
Και τέτοιος νομίζω πως έχω γίνει…
Αν, βγαίνοντας από δω, ένας φίλος μου έκανε μια γιορτή και δε με προσκαλούσε, λίγο θα μ’ ένοιαζε.
Μπορώ μια χαρά να είμαι ευτυχισμένος και μόνος μου.
Έχοντας ελευθερία, βιβλία, μουσική και το φεγγάρι, ποιος δε θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος;
Άλλωστε οι γιορτές δεν είναι πια για μένα…
Αν όμως, βγαίνοντας από δω, ένας φίλος μου είχε κάποια λύπη και δε μου επέτρεπε να τη μοιραστώ μαζί του, θα ένιωθα πάρα πολύ πικραμένος.
Αν μου έκλεινε κατάμουτρα τις πόρτες του σπιτιού του που πενθούσε, θα γύριζα και θα ξαναγύριζα εκεί και θα παρακαλούσα να με δεχτούν, για να μπορέσω να μοιραστώ κάτι που έχω δικαίωμα να το μοιραστώ.
Αν με θεωρούσε ανάξιο, ακατάλληλο να κλάψω μαζί του, θα το ‘νιωθα σαν τη χειρότερη ταπείνωση, σαν τον πιο φοβερό τρόπο που θα μπορούσε κανείς να με προσβάλει.
Αλλά αυτό δε θα μπορούσε να γίνει.
Έχω δικαίωμα να συμμετέχω στη Λύπη˙ κι εκείνος που μπορεί να κοιτάζει την ομορφιά του κόσμου, να παίρνει μέρος στις λύπες του και να καταλαβαίνει κάτι από το θαυμαστό που έχουν και τα δύο, βρίσκεται σε άμεση επαφή με τα θεϊκά πράγματα κι έχει πλησιάσει το μυστικό του Θεού όσο μπορεί κανείς να το πλησιάσει. […]
Oscar Wilde, “Εκ βαθέων”, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Darkmoon_Art