Ανάμεσα νύχτας κι αυγής
σφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.
Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίς
και βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.
Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει
στ’ αβαθή χρώματα.
Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι
ερχομό αγνώστου ανθέων.
Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας
σα φθηνή κορδέλα του μέτρου.
Με λήθη μοιάζει η θάλασσα: μας ξέχασαν.
Με λήθη μοιάζει το άπειρο. Άπειρος λήθη.
Ένα καΐκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,
το παίρν’ η απόσταση και παίζει.
Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,
φτεροκοπάει μια στέγη,
ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.
Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό,
ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη.
Πρώτη απ’ όλα.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Διαγράφονται κλειστές οι πόρτες
και τα όρια πεισμώνουν.
Σ’ ενάργεια βγήκαν τα βουνά
και σε γυρίζουν πίσω.
Και συ προσδοκία πού πας;
Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.
Κι εγώ, εγώ που είμαι και ονομάζομαι
προχωρημένη ώρα,
τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;
Κική Δημουλά, «Το λίγο του κόσμου», απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Bessi/tree
Διαβάστε επίσης: