Το ημερολόγιο έγραφε 10 Απριλίου 1896, όταν έμελλε ένας νεαρός νερουλάς από το Μαρούσι να γράψει ιστορία στους Ολυμπιακούς Αγώνες και μέχρι σήμερα το όνομά του να αποτελεί σύμβολο του Μαραθωνίου. Παρά το γεγονός ότι η σπουδαία νίκη που πέτυχε, χωρίς ποτέ να ήταν αθλητής, αμφισβητήθηκε.
Ο Σπύρος Λούης δεν ήταν ανάμεσα στους γνωστούς αθλητές της εποχής. Για την ακρίβεια δεν υπήρξε ποτέ αθλητής. Άλλωστε, όπως λέγεται, ο λόγος που πήρε μέρος στους αγώνες ήταν ο έρωτάς του για μία νεαρή κοπέλα από το Μαρούσι. Ο νερουλάς έτρεξε για τα μάτια της… ωραίας Ελένης και κατάφερε στα 24 του χρόνια να γίνει γνωστός στα πέρατα του κόσμου και μέχρι σήμερα η ιστορία του να προκαλεί ενδιαφέρον.
Ο ιστορικός Μαραθώνιος στους Ολυμπιακούς Αγώνες
Στον ιστορικό εκείνο αγώνα έλαβαν μέρος συνολικά 17 αθλητές, οι δεκατρείς ήταν από την Ελλάδα και τέσσερις από άλλα έθνη. Ο χάλκινος στα 1.500 μέτρα, Αλμπέν Λερμουσιό μπήκε στο ξεκίνημα μπροστά, με τον Λούη να έχει μείνει πιο πίσω. Στο Πικέρμι, ο Έλληνας μαραθωνοδρόμος σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος.
Στο 32ο χλμ, ο Γάλλος δρομέας δεν άντεξε από την εξάντληση και κατέρρευσε, με την πρωτοπορία να παίρνει ο Έντγουϊν Φλακ, ο οποίος είχε κατακτήσει μετάλλιο τόσο στα 800, όσο και στα 1500 μέτρα. Ο Αυστραλός δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει μερικά χιλιόμετρα αργότερα. Την ίδια ώρα ο Λούης άρχισε να μειώνει την απόσταση από την πρώτη θέση.
Την ίδια ώρα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, καθώς ένας αγγελιοφόρος είχε ενημερώσει ότι ο Φλακ ήταν πρωτοπόρος. Στη συνέχεια, όμως, ένας έφιππος ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας βρισκόταν στην πρώτη θέση. Αυτό προκάλεσε ενθουσιασμό στους χιλιάδες θεατές, οι οποίοι άρχισαν να πανηγυρίζουν και να φωνάζουν «Έλλην, Έλλην!».
Ο Λούης μπήκε πρώτος στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο κόσμος μαζί με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κέρναγαν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα. Ο μύθος λέει ότι ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό».
Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα.
Έτρεξε για τα… μάτια της ωραίας Ελένης
Λέγεται πως πίσω από τη συναρπαστική ιστορία του Σπύρου Λούη και το κίνητρό του να πάρει μέρος στο, μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, ήταν ο έρωτας του για μία ωραία κοπέλα από το Μαρούσι.
Η ωραία Ελένη του νεαρού νερουλά – όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, ήταν η ψυχοκόρη της μαμής του Αμαρουσίου. Η θετή της μητέρα ήταν πολύ πλούσια και δύστροπη. Οι συντοπίτες της, τη φώναζαν με το παρατσούκλι «Τούρλιανη», και ονειρευόταν για την κόρη της έναν πολύ πλούσιο και σπουδαίο γαμπρό. Ο Λούης δεν είχε καμιά ελπίδα. Ήταν φτωχός και αγράμματος. Με το ζόρι είχε πάρει το απολυτήριο του δημοτικού. Δύο φορές είχε μείνει στην ίδια τάξη και συνεχώς έτρωγε τιμωρίες για τις αταξίες του.
Είχε απελπιστεί γιατί η στρυφνή μητέρα της δεν ήθελε ούτε το όνομα του να ακούει. Ώσπου η Ελένη άκουσε για τον μαραθώνιο και όλο το θόρυβο που γινόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ειδικά για αυτό το αγώνισμα και κατέβασε την φαεινή ιδέα: “Αν τρέξεις και νικήσεις, δεν μπορεί να πει όχι”. Αυτό ήταν: η ιδέα σφήνωσε στο μυαλό του και λίγες μέρες αργότερα στεκόταν μπροστά στον αθλίατρο αξιώνοντας το δικαίωμα της συμμετοχής. Δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονητή, δεν ήξερε καν τη διαδρομή.
Αμφισβητήθηκε η νίκη του
Ωστόσο, ο άθλος που πέτυχε ο Σπύρος Λούης, αμφισβητήθηκε έντονα, κυρίως από ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής όσον αφορά στις επιδόσεις του Σπύρου Λούη, ενώ η επιτροπή του αγώνα έκανε δεκτή ένσταση του Ούγγρου αθλητή Κέλνερ σύμφωνα με την οποία ο τρίτος κατά σειρά Μπελόκας ανέβηκε σε κάρο κατά τη διαδρομή.
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ο επίσημα δεύτερος νικητής, φέρεται να εξεπλάγη με τη νίκη του Σπύρου Λούη, καθώς δεν τον είδε να τον προσπερνάει (σύμφωνα με βιβλίο του Ντόναλντ Μακ-Φαίηλ) ωστόσο ουδέποτε εξέφρασε τις αντιρρήσεις του δημόσια. Πάντως, δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι ο Σπύρος Λούης «έκλεψε» για να φτάσει στη νίκη.
Η ζωή του μετά τον Μαραθώνιο
Ο Σπύρος Λούης δεν έτρεξε ξανά σε άλλο Μαραθώνιο. Τη δεκαετία του ’20 εργάστηκε ως φύλακας στον σιδηροδρομικό σταθμό Μαρκόπουλου του Λαυρεωτικού. Το 1926, κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Μετά από ένα χρόνο, αθωώθηκε και αποφυλακίστηκε με την υπόθεσή του να προκαλεί σάλο στον Τύπο.
Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του ήταν το 1936, όταν προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Στο ντοκιμαντέρ «Ολυμπία – Η γιορτή των εθνών» εμφανίζεται ο Λούης με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο, κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι.
Ο Λούης πέθανε λίγους μήνες πριν από την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα.