Γιατί; Μπας και δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα των μικρώνε;

Πάσκισε λίγο, σε περικαλώ, να με καταλάβεις.

Θαρρούσα , παππού, πως ήσουνα καλός… (Μη δεν είσαι; ).

Τρέμω.

Μη χολοσκάς όμως και δε θα σε ξεσυνεριστώ, ούτε και σε κανέναν θα το μαρτυρήσω.

Μα να το ξέρεις, όλα τέλεψαν πια μεταξύ μας.

Αν ήθελες να τα χουμε καλά «έλα δω, κριφ», θα μου λεγες, «έμαθα πως είσαι ένα κακότυχο προσφυγάκι… να, πάρε μια καλυβούλα, να, πάρε τούτο το τσουρεκάκι, πάρε αυτό το παλτουδάκι, φουκαριάρικό να ζεσταθείς». Έτσι μάλιστα!

Κι αν σου λεγα «φχαριστώ, ας μένει» μονάχα τότες να μη μου τα δινες.

Μα με ρώτηξες; Όχι.

Ο Δροσιάδης, το γειτονάκι μου, έχει ίσαμε δέκα φορεσιές, το ρώτηξες για να του τις δώκεις; Όχι.

Εγώ δεν έχω ούτε μία, ρώτηξες για να μη μου τις δώκεις; Πάλι όχι.

Έχει κι ένα ψηλό ψηλό σπίτι που βγαίνει στο μπαλκόνι του και μας φτύνει σαν περνάμε… (τι συμφωνίες έχεις μαζί του; ).

Ως και στα σαλιγκάρια, άκουσα να λένε, έδωκες στο καθένα το σπιτάκι του, ως και στις χελώνες έδωκες στην καθεμιά την παραγκίτσα της. Εμένα τίποτα.

Μια και δεν μπορείς να μου δώκεις και μένα, γιατί μ΄ έκανες ανθρωπάκι;

Κάνε με σαλιγκάρι ή χελωνόπουλο, για να χω και γω το σπιτάκι μου.

Καν’ το, σε παρακαλώ, παππού, κάν’ το, γιατί δε βαστώ πια άλλο.

Ετούτα ήταν τα παράπονά μου, παππού. Αμήν.

Μου χαν μάθει από μικρό να στα λέω, να σ΄ ανοίγω την καρδιά μου.

Στην ανοίγω την καρδιά μου.

Στην άνοιξα.

Αμήν.

Μενέλαος Λουντέμης, “Συννεφιάζει”, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/Inactive account – ID 8926/texture

Διαβάστε επίσης: