Πριν μερικά χρόνια, (τα χρόνια της χοντρής αγελάδας και του πρωτοτράπεζου), εάν πίστευες σε Θεό και κυρίως εάν το έδειχνες και πόσο μάλλον εάν το έλεγες, έτρωγες κατακούτελα τη ρετσινιά: 
ήσουνα γραφική, τριτοκοσμική «θεούσα» και κανείς δεν ήθελε να σε συναναστρέφεται -εκτός ίσως από τους ομοίους σου.


Μετά ήρθε ο καιρός που σφίξαν τα λουριά κι ο κόσμος μπήκε στα στενά και στα ζόρια.
Οι κάνουλες της αφθονίας κλείσανε για τους πολλούς και σταδιακά κλείσαν και για τους περισσότερους.
Οι ευκολίες, τα γλέντια, η ασυδοσία, η έπαρση της επιτυχίας, η επίδειξη, η βαθιά πίστη πως «πάντα έτσι θα ‘ναι», κλονίστηκαν και μετά, ουπς! κατέρρευσαν.


Κι εμείς χάσαμε απότομα τη μπάλα.


Ποιος μας πήρε το γλυφιτζούρι μέσα απ’ τα χέρια ρε παιδιά;Πως έγινε και χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια μας;
Κάπου θαρρώ το περιέγραψε αυτό το συναίσθημα κι ο Αλεξανδρινός:
«Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.»


Κι ύστερα ήρθαν και τα χειρότερα.Και μη χειρότερα!


Όμως:
«Εκεί στην άκρια του γκρεμού πετάει η πλάτη σου φτερά», καθώς έλεγε κι ο Καστρινός.
Κι εκεί στην άκρια, κάποιοι από μας ξανα-θυμήθηκαν το Θεό.Που ήταν πάντοτε μέσα μας, όχι απ’ έξω μας.

Όμως τόσο καιρό δεν προδίδαμε Εκείνον. Τον εαυτό μας προδίδαμε, καθώς επιδιώκαμε με κάθε κόστος ν’ αρέσουμε σ’ αυτούς που δε θα μας αγαπούσαν ό,τι κι αν κάναμε.


Κάποιοι από μας χρειάζονταν τώρα ένα νέο τρόπο για να Τον ξαναφέρουν στη ζωή τους:
Meditation, enlightenment, yoga, human design κι ότι άλλο εφηύρε ο ανθρώπινος νους για να κατανοήσει ξανά το Θείο και να καταφέρει να γιατρευτεί απ’ το παλιό του τραύμα.

Άλλοι πάλι, παρέμειναν σε όσα παραδοσιακά γνώριζαν και πίστευαν κι άλλοι, συνέχισαν ακάθεκτοι την συνηθισμένη πορεία τους σαν να ήταν κουφοί και τυφλοί.


Όμως ο Θεός δεν είναι όπως εσύ κι εγώ για να κρίνει.Εάν απομακρυνθείς από κοντά Του δε σε τιμωρεί.Ψέμματα σου έχουν πει όλοι τους.


«Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ’ τον ήλιο.Το σώμα ξέρει.»


Έγραψε ο Οδυσσέας, (μη κάνεις και με ρωτήσεις ποιος!)
Ο  Θεός που ξέρω είναι κιμπάρης. Δεν Τον νοιάζει αν θα καβαλήσεις άτι ή γαϊδούρι, αν θα πας με τα πόδια ή σούρνοντας με την κοιλιά να Τον βρεις.


Είναι εκεί και περιμένει να σκεφτείς, να νιώσεις, να ψάξεις, να κάνεις λάθος, να σπάσεις τα μούτρα σου, να πονέσεις, ν’ αμαρτήσεις, να χτυπήσεις μετά το κεφάλι σου στον τοίχο, να πεις τι έκανα ο μλκς, Θε μου σχώρα με!
Για σκέψου, εάν το καλώδιο δε μπει στην πρίζα ποιος χάνει; Η πρίζα ή το καλώδιο;

Εσύ έχεις ανάγκη την Πηγή.Όχι η Πηγή εσένα.


Στο κάτω κάτω της γραφής, αστρίτες μου,εάν δεν υπήρχε Θεός, θαρρώ πως θα ‘πρεπε να Τον εφεύρουμε.

Photo cover:pixabay.com/Heike Amthor

Διαβάστε επίσης: