Όλος κλαδιά ο χειμώνας κι αλύγιστος σαν πτώμα
Κάποιος σ’ ένα παγκάκι δρόμου ερημικού που τον δέρν’ η μοναξιά
Ώρα να ‘ρθει η απελπισία με τα καθημερινά της σύνεργα,
μολυβένιους καθρέφτες βοτσαλένια νερά
κι αποτελματωμένα αγάλματα
Να ξεγραφτεί κάθε καλό
να φανούν της αλήθειας οι ρακένδυτες θύμησες
Φως μελανό αρχαία πυρκαγιά,
με μαλλιά που χάνονται σ’ ένα λαβύρινθο
Άνθρωπος που λαθεύτηκε σε κλειδί σε πόρτα σε όροφο
Να μπορέσει να νιώσει πιο βαθιά,
πιο βαθιά ν’ αγαπήσει
Πού αρχινάει ένα τοπίο, ποίαν ώρα,
Πού λοιπόν τερματίζεται η γυναίκα
Γέρνει η βραδιά πάνω στην πολιτεία,
βρίσκει τον οδοιπόρο ξαπλωμένον χάμου,
οδοιπόρο γυμνό,
που απ το στήθος μιας παρθένας πιότερο ποθεί
το αστέρι το άμορφο που συντηρεί τη νύχτα
Είναι κάτι ερείπια που να σου σφίγγεται η καρδιά,
δύσκολα να τα περιγράψεις και όμως
από μέσα τους ο ήλιος δραπετεύει ψάλλοντας
την ώρα που ο ουρανός κάνει το μέλι του χορεύοντας
Είναι κάτι πεζούλια όπου ανθούνε οι έρωτες
κι όπου ο γύψος όλος ξέφτια κανακεύει δυό σκιές που σμίξανε,
φωτιά στις φλέβες ανυπόταχτη φωτιά,
στο κύμα το ένα των χειλιών
Πιαστείτε από τα χέρια κοιταχτείτε κατάματα
αιφνιδιαστικά αιχμαλωτίστε τ’ όραμα
πίσω απ’ τα παλάτια πίσω απ’ τα ερείπια
πίσω απ’ τα τζάκια κι απ’ τις στέρνες
μπρος στον άνθρωπο,
στο πλάτωμα που ξεσηκώνει έναν μανδύα σκόνης
Πυρετός που σέρνεται
εισβολή ωραίων ημερών , μια φυτεία γαλανών σπαθιών.
Κάτω απ’ τα βλέφαρα που ανοίγονται μες στα βαθιά φυλλώματα
είναι η βαριά συγκομιδή της ηδονής,
τ’ άνθος του λιναριού που σπάει τις προσωπίδες
Όλα τα πρόσωπα έχουν ξεπλυθεί,
μέσα στο χώμα που κάλυψε τα πάντα.
Οι φωτεινές των περασμένων μέρες,
τα λιοντάρια τους τα καγκελόφραχτα
κι οι διαφανείς υδάτινοι αετοί τους
η βροντή τους η αλαζονική δίνοντας δύναμη στις ώρες τις αιμάτινες των δέσμιων όρθρων
πέρα ως πέρα μες στον ουρανό το διάδημά τους συσπασμένο,
πάνω στον όγκο ενός μόνον καθρέφτη,
μιας μονάχα καρδιάς
Μα πιο κάτου τώρα πιο βαθιά ολοένα
στους δρόμους που τους έφαε το σκοτάδι,
το τραγούδι αυτό που βαστά όλη νύχτα,
που κάνει τον κουφό που κάνει τον αόμματο,
που ευγενικά συνοδεύει τα φαντάσματα ,
ο έρωτας αυτός ο απαρνητής ,
που χτυπιέται μες στις έγνοιες, χύνοντας δάκρυα ποτάμι.
Τ’ όνειρο αυτό που κατάντησε κουρέλι,
το γελοίο το στραπατσαρισμένο
η χέρσα τούτη αρμονία, η ορδή που ζητιανεύει
επειδή στ’ αλήθεια δε λαχτάρησε
παρεχτός το χρυσάφι τίποτε άλλο
τη ζωή της την άθιχτη και την εντέλεια του έρωτα.
Πωλ Ελυάρ μτφ. Οδυσσέας Ελύτης
Photo cover:pixabay.com/Gerd Altmann