Το ημερολόγιο δείχνει 3 Ιουλίου του 1971. Η είδηση του θανάτου του Τζιμ Μόρισον, “παγώνει” τον κόσμο. Ο θρύλος της ροκ μουσικής, ο “καταραμένος ποιητής”, όπως τον αποκαλούσαν, φεύγει από τη ζωή μόλις στα 28 του χρόνια.

Ή μήπως δεν… φεύγει; Γιατί, 53 χρόνια μετά τον θάνατό του και οι θεωρίες συνωμοσίας γύρω από τον θάνατο του Τζιμ Μόρισον παραμένουν “ζωντανές”, όπως ο μύθος του. Εξάλλου, μία από τις πιο διάσημες θεωρίες συνωμοσίας θέλει τον ροκ σταρ να μην πέθανε, αλλά να τα βρόντηξε όλα και ζει κάπου απομονωμένος.

Όμως, η αλήθεια είναι πως ο υπερταλαντούχος και γόης – τίτλο που ο ίδιος σχεδόν σιχαινόταν – Τζιμ πέθανε από καρδιακή προσβολή που προήλθε από υπερβολική δόση ηρωίνης, επιβεβαιώνοντας τον τίτλο του “καταραμένου ποιητή”. Στον τάφο του, στο κοιμητήριο Pere Lachaise του Παρισιού υπάρχει μια επιγραφή στα ελληνικά με κεφαλαία γράμμα με τη φράση: «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ». Και για πολλούς αποτελεί μυστήριο για το τι πραγματικά σημαίνει. Και γιατί υπάρχει στον τάφο του;

Η ιστορία με τους Ινδιάνους

Ο Τζιμ Μόρισον υπήρξε εξαιρετικά ιδιοφυής, αντισυμβατικός και ιδιότροπος ως χαρακτήρας. Μια ιστορία που συνήθιζε να λέει ξανά και ξανά, ήταν στα 6 του χρόνια που ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο. Σύμφωνα με τη διήγησή του, κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής το 1949 στο Νέο Μεξικό καθώς διέσχιζαν την έρημο, αντικρίζουν ένα πολύνεκρο δυστύχημα.

«Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει με ένα άλλο αυτοκίνητο. Υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό. Αιμορραγούσαν μέχρι θανάτου. Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το μόνο που αντίκρισα ήταν μια παράξενη κόκκινη «μπογιά» και ανθρώπους πεσμένους ολόγυρα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή, οι ψυχές εκείνων των νεκρών Ινδιάνων – ίσως μια ή δύο απ’ αυτές – έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει, και μπήκαν στην ψυχή μου. Κι εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι εκείνη την ώρα, έτοιμος να τις απορροφήσω.

Αν και η περιγραφή του ήταν εξαιρετικά παραστατική, οι γονείς του διέψευδαν πως είχε συμβεί. Εκείνος, πάλι, έλεγε πως δεν ήθελαν να του πούνε την αλήθεια για να μην αναστατώσουν την παιδική του ψυχή κι έτσι υποστήριζαν πως ήταν απλά ένας εφιάλτης. Αλήθειά ή ψέματα, η ιστορία αυτή δείχνει την περίεργη σχέση και αντιμετώπιση που είχε ο τραγουδιστής με τον θάνατο. .

Ο Τζιμ Μόρισον είχε μία σχεδόν λατρεία για τους “καταραμένους ποιητές”. Πέρα από την συγγραφική και ποιητική τους δεινότητα, οι “καταραμένοι ποιητές” είχαν και κάποια κοινά, τυπικά σημεία, όπως το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, η τρέλα, η βία, αλλά και ο πρόωρος θάνατός τους. Στοιχεία που αργότερα απέκτησε σε μεγάλο βαθμό και ο Μόρισον, ο οποίος μην ξεχνάμε πως έγραφε και ποιήματα.

Το μοιραίο βράδυ

Τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1971 έμελλε να γραφτεί ο επίλογος ενός θρύλου. Χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του την Αμερική… Στο Παρίσι, εκεί οπού τρεις μήνες νωρίτερα μετακόμισε προκειμένου να βρει τον εαυτό του. Μάλιστα, πριν ταξιδέψει για τη γαλλική πρωτεύουσα, είχε φτάσει να πίνει 36 μπύρες την ημέρα, με αποτέλεσμα να μην του βγαίνει καν η φωνή του.

Στην Πόλη του φωτός, λοιπόν, ο Τζιμ Μόρισον έψαχνε να βρει το φως στο σκοτεινό τούνελ που είχε μπει… Αλλά…

Σύμφωνα με την σύντροφό του, Πάμελα είχε πάει σινεμά, επέστρεψε σπίτι, έφαγε, άκουσε μουσική και κατανάλωσε ουσίες. Κάποια στιγμή τα ξημερώματα ένιωσε αδιαθεσία και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο για να συνέλθει και κατέληξε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Το σώμα του βρέθηκε περίπου στις 06:00 το πρωί από την ίδια στην μπανιέρα του διαμερίσματος, με μια ξεραμένη σταγόνα αίματος κάτω απ’ τη μύτη.

Επίσημη αιτία θανάτου του ήταν η καρδιακή προσβολή. Ο ιατροδικαστής δεν εντόπισε σημάδια που να υποδεικνύουν αυτοτραυματισμό, αυτοκτονία ή εγκληματική ενέργεια.

Ωστόσο, το γεγονός ότι οι φανατικοί θαυμαστές του δεν είδαν το νεκρό σώμα του και δεν έγινε νεκροψία, επειδή κάτι τέτοιο δεν απαιτούνταν από τη γαλλική νομοθεσία, έδωσε αφορμή για να γεννηθούν διάφορες θεωρίες συνωμοσίας και εικασίες σχετικά με την αιτία θανάτου.

Μάλιστα, η πιο διάσημη θεωρία τον ήθελε να έχει παραστήσει το νεκρό για να γλιτώσει από όλους και από όλα. Και ζει κάπου απομονωμένος. Μια άλλη θεωρία υποστήριζε πως τον δολοφόνησε ο ντίλερ ναρκωτικών.

Η ελληνική επιγραφή

Ο Τζιμ Μόρισον ετάφη στο κοιμητήριο Père Lachaise του Παρισιού – εκεί βρίσκονται επίσης οι τάφοι του Όσκαρ Ουάιλντ, της Εντίθ Πιάφ και πολλών άλλων διάσημων του χώρου της τέχνης – και τα πρώτα χρόνια τοποθετήθηκε από Γάλλους αξιωματούχους μια αψίδα, η οποία όμως κλάπηκε το 1973.

Το 1981, όταν συμπληρώθηκαν 10 χρόνια από τον θάνατό του, ο Κροάτης γλύπτης Mladen Mikulin τοποθέτησε οικειοθελώς, αφού εξασφάλισε την έγκριση των επιμελητών του κοιμητηρίου, μια μαρμάρινη προτομή του Μόρισον στον τάφο, η οποία όμως βανδαλίστηκε τα επόμενα χρόνια από άγνωστους και τελικά εκλάπη και αυτή το 1988.

Το 1990, ο πατέρας του κίνησε τις διαδικασίες προκειμένου να φτιαχτεί μια ουδέτερη επιγραφή πάνω στον τάφο, που δεν θα αποθέωνε τον τρόπο ζωής του γιου του αλλά ούτε θα τον κατέκρινε. Έτσι, συμβουλεύτηκε τον E. Nicholas Genovese, καθηγητή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του San Diego University. Εκείνος τον συμβούλευσε να τοποθετηθεί πάνω στον τάφο μια επίπεδη λιτή πέτρα, στη μέση της οποίας μπήκε μια χάλκινη πλάκα που φέρει στα ελληνικά την επιγραφή: «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ».

Μια φράση που προκάλεσε πολλές απορίες, για το τι πραγματικά σημαίνει. Η λέξη «δαίμων» ήταν αρχικά η θεότητα που κατένειμε στους ανθρώπους τη μοίρα (από το «δαίομαι» που σημαίνει «μοιράζω») και αργότερα έτσι ονομαζόταν οποιαδήποτε θεότητα στην οποία αποδίδονταν τιμές. «Δαίμων εαυτού» ονομαζόταν η προστάτιδα θεότητα που ζούσε μέσα σε κάθε άνθρωπο από τη γέννηση έως τον θάνατό του, η οποία φρόντιζε για την προσωπική εξέλιξη κι ευημερία.

«Πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού», ουσιαστικά σημαίνει «πράττω σύμφωνα με αυτό που θεωρεί η συνείδησή μου σωστό», αδιαφορώντας ενδεχομένως για το τί θα πουν οι άλλοι. Ο πατέρας του Τζιμ Μόρισον, ενδεχομένως με τη συγκεκριμένη φράση να ήθελε να περάσει το μήνυμα πως ο γιος του, στο σύντομο επίγειο πέρασμά του, έκανε όσα του υπαγόρευε η συνείδησή του, πορευόταν με τα “θέλω” του και όχι με τα κοινωνικά “πρέπει”.

Διαβάστε επίσης