Χωρίς αμφιβολία, στο μυαλό όλων ο Σπύρος Καλογήρου έχει εντυπωθεί ως ο μοχθηρός του ελληνικού κινηματογράφου. Ο απόλυτα κακός που τον φοβόντουσαν τα παιδιά στη γειτονιά του, όταν τον έβλεπαν.
Εδώ, που τα λέμε, άλλος ηθοποιός δεν κατάφερε να υποδυθεί τόσο υποδειγματικά τον κακό, όσο ο Σπύρος Καλογήρου. Μαυραγορίτης, άνθρωπος του υποκόσμου, βιαστής, απ’ όλα είχε ο κινηματογραφικός μπαχτσές για τον σπουδαίο ηθοποιό.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, ο Σπύρος Καλογήρου ήταν ένας γλυκός, ευαίσθητος και ρομαντικός άνθρωπος που λάτρευε την ποίηση και τη σύζυγό του, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, στην οποία έστελνε ποιήματα για να της εκφράσει τον έρωτά του που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο αγαπημένος ηθοποιός ήταν ο πιο παρεξηγημένος χαρακτήρας, εξαιτίας των ρόλων του, όμως όλοι όσοι τον γνώριζαν από κοντά, είχαν να λένε για την ευγένεια και την καλοσύνη του.
Ο Σπύρος Καλογήρου πέθανε σαν 27 Ιουνίου του 2009 και με αφορμή τον θάνατό του, ας γνωρίσουμε άγνωστες πτυχές της ζωής του.
Γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1922 στην Κυψέλη σε μια φτωχική οικογένεια και μεγάλωσε με στερήσεις. Τη μητέρα του την αποκαλούσε «ηρωίδα». Όταν τελείωσε το Δημοτικό, γράφτηκε στη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, μεταξύ άλλων για το φαγητό που πρόσφεραν στους σπουδαστές.
Από παιδί, όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με την υποκριτική. Έγραφε στίχους και τους διάβαζε στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ένοπλων Δυνάμεων, μέχρι που τον άκουσε κάποιος σκηνοθέτης του σταθμού. Τον παρότρυνε να ασχοληθεί με την υποκριτική και τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Από εκεί κι έπειτα, άνοιξε μπροστά του μια μεγάλη καλλιτεχνική διαδρομή.
Την περίοδο της Κατοχής, όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος ο Σπύρος Καλογήρου, υπήρξε σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων και λωποδύτης.
Η Ευαγγελία Σαμιωτάκη ήταν η γυναίκα της ζωής του και οι δυο τους αποτέλεσαν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του ελληνικού θεάτρου που τους χώρισε ο θάνατος του ηθοποιού. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνη ήταν 18 χρονών κι εκείνος σχεδόν 30. Όπως είχε αποκαλύψει το ζευγάρι, κανείς από τους δύο δεν έκανε την πρώτη κίνηση. «Τον ερωτεύτηκα αμέσως», είχε αναφέρει σε συνέντευξή της η Ευαγγελία Σαμιωτάκη. Ο Καλογήρου συνήθιζε να της αφιερώνει στίχους για να της εκφράσει τα συναισθήματά του. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1952 και απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο.
Εξαιτίας των ρόλων του, πολύς κόσμος πίστευε ότι ήταν έτσι και στην αληθινή του ζωή. Ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξη του πως «Έτσι καταλάβαινα ότι είχα επιτυχία στους ρόλους μου. Μια φορά, νύχτα, σταμάτησα ένα ταξί και μόλις με είδε ο οδηγός έπαθε την πλάκα του, φοβήθηκε, πάτησε γκάζι και εξαφανίστηκε. Σου λέει: «Αμάν! Τι μου έλαχε βραδιάτικα!».
Όμως, τον φοβόντουσαν και τα παιδιά με φοβόντουσαν. «Μόλις με βλέπανε κάπου παίρνανε δρόμο. Στις πρεμιέρες των ταινιών, καθόμουν μπροστά μπροστά μαζί με τους συντελεστές, τους συναδέλφους, το σκηνοθέτη. Μόλις έβγαινα στο πανί άκουγα κάτι κυρίες από πίσω μου να λένε χαμηλόφωνα μεταξύ τους: «Παλιάνθρωπος! Ελεεινός! Τομάρι! Φαντάζομαι τι θα κάνει στη γυναίκα του, αν είναι παντρεμένος! Φτου σου, κάθαρμα!», είχε επίσης εξομολογηθεί.
Ένας από τους κινηματογραφικούς του ρόλους που έμειναν στην ιστορία, αν και μικρός σε διάρκεια, ήταν στη “Λόλα”, όπου υποδύεται τον “Μαύρο”, άνθρωπο του υποκόσμου, αλλά με μία ιδιότυπη μπέσα. Ο Καλογήρου, άλλωστε, στη μονομαχία του με το Νίκο Κούρκουλο είχε πει τη θρυλική ατάκα “Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη”
Ο Σπύρος Καλογήρου είχε “παίξει” ξύλο σε αρκετές ταινίες. Σε μία από τις συνεντεύξεις του είχε παραδεχτεί πως ο Γιώργος Φούντας είχε το πιο βαρύ χέρι. «Ο Φούντας είχε πολύ βαρύ χέρι. Και ο Κούρκουλος με έχει σκοτώσει στο ξύλο. Στη «Λόλα», στη σκηνή της πάλης, μου χτύπησε το κεφάλι έξι φορές στο πάτωμα, για να με τιμωρήσει –διότι στο τέλος νικάει πάντα ο καλός. Για να γυριστεί αυτή η σκηνή, παλεύαμε από το πρωί στις οχτώ μέχρι το βράδυ στις δώδεκα, γιατί στα γυρίσματα, πέφτουν και αληθινές γροθιές. Εγώ, μόνο μια φορά χτύπησα αληθινά», είχε αποκαλύψει ο ηθοποιός.
Ωστόσο, ο Σπύρος Καλογήρου δύο ρόλους απεχθανόταν. Εκείνον στη “Στεφανία” και τον άλλον στη “Μαρία της Σιωπής”, όπου και στις δύο ταινίες είχε βιάσει τη Ζωή Λάσκαρη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη, αντίστοιχα. Οι σκηνές των βιασμών, μάλιστα, τον είχαν δυσκολέψει ενοχλήσει έντονα.