Ένα πρωί που ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του άκουσε μια υπέροχη μελωδία. Τόσο γλυκά του χάιδεψε τ΄ αφτιά του, που για μια στιγμή νόμισε πως ήταν οι μουσικοί του Βασιλιά που περνούσαν από τα μέρη του.
Ήταν ένας μικρούλης σπίνος που τραγουδούσε έξω από το παραθύρι του, όμως είχε τόσον καιρό ν΄ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε πως ήταν η πιο γλυκιά μελωδία στον κόσμο. Εκείνη την ώρα, το Χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του κι ο Βοριάς έπαψε να βρυχάται. Κι ένα μεθυστικό άρωμα ξεχύθηκε από το ανοιχτό παραθυρόφυλλο. «Μου φαίνεται επιτέλους ήρθε η Άνοιξη» είπε ο Γίγαντας. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και κοίταξε έξω.
Και τι να δει;
Μπροστά στα μάτια του παρουσιάστηκε το πιο υπέροχο θέαμα.
Μέσα από μια μικρή σχισμή στον τοίχο είχαν ξεγλυστρίσει τα παιδιά στον κήπο, και κάθονταν στα κλαδιά του δέντρου. Σε κάθε δέντρο, όσο έβλεπε το μάτι του, καθόταν κι ένα μικρό παιδάκι. Και τα δέντρα έκαναν τέτοιες χαρές που γύρισαν πίσω τα παιδιά, που γέμισαν μπουμπούκια και κουνούσαν τα κλαδιά τους τρυφερά πάνω από τα μικρά τους κεφαλάκια.
Τα πουλιά φτερούγιζαν ολόγυρα κελαηδώντας ευτυχισμένα και τα λουλούδια ανασήκωναν τα κεφάλια τους ανάμεσα στο πράσινο γρασίδι και γελούσαν.
Ήταν μια υπέροχη σκηνή, μονάχα που σε μια γωνιά του κήπου υπήρχε ακόμα χειμωνιά. Ήταν η πιο απομακρυσμένη γωνιά . Kι εκεί καθόταν ένα μικρό αγοράκι. Ήταν τόσο μικρό που δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει στα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω από αυτό κλαίγοντας πικρά. Το δέντρο το καημένο ήταν ακόμα σκεπασμένο από χιόνι και παγωνιά, κι ο Βοριάς φυσούσε μανιασμένα πάνω του.
«Σκαρφάλωσε μικρό αγόρι!» έλεγε το δέντρο, κι έγερνε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Άδικος κόπος, το αγόρι ήταν πολύ μικροκαμωμένο.
Κοιτάζοντας ο Γίγαντας ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει.
« τι εγωιστής που ήμουν!» είπε « Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν η Άνοιξη εδώ. Θ΄ ανεβάσω τούτο το αγοράκι πάνω στο δέντρο κι ύστερα θα γκρεμίσω τον τοίχο κι ο κήπος μου θα ΄ναι για πάντα ο παιχνιδότοπος των παιδιών». Στ΄αλήθεια είχε στενοχωρηθεί για ό,τι είχε κάνει.
Κι έτσι κατέβηκε τις σκάλες, άνοιξε απαλά την πόρτα και βγήκε στον κήπο. Όμως, όταν τον είδαν τα παιδιά φοβήθηκαν τόσο πολύ, που έτρεξαν μακριά και στον κήπο ξαναγύρισε ο Χειμώνας. Μονάχα ένα μικρό αγόρι δεν έτρεξε να σωθεί, γιατί τα μάτια του ήταν τόσο γεμάτα από δάκρυα, που δεν είδε τον Γίγαντα που πλησίαζε.
Ο Γίγαντας ζύγωσε στα κλεφτά, το πήρε τρυφερά στο χέρι του και το ακούμπησε στο δέντρο. Κι ευθύς το δέντρο άνθισε και τα πουλιά ήρθαν να κελαηδήσουν στα κλαδιά του και το μικρό αγόρι άνοιξε τα δυο του χέρια, αγκάλιασε το λαιμό του Γίγαντα και τον φίλησε. Και τ΄άλλα παιδιά, σαν είδαν πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν πίσω τρέχοντας και μαζί τους γύρισε κι η Άνοιξη. «Δικός σας είναι πια τούτος ο κήπος, παιδιά μου», είπε ο γίγαντας και μ΄ένα τεράστιο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο …
Όσκαρ Ουάιλντ, “Ο Εγωιστής Γίγαντας”, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Christine Engelhardt