Ο πόνος από μόνος του δεν ισοδυναμεί πάντα με ασθένεια.
Υπολογίζεται πως 2 έως 3 στους 10 ενήλικες πάσχουν από χρόνιο – καθημερινό – πόνο και περίπου 1 στα 10 άτομα υποφέρει τόσο ώστε να αναγκάζεται να περιορίσει σημαντικά τις καθημερινές του κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες και συναναστροφές.
Ιατρικά μιλώντας, ο πόνος ορίζεται ως “μια δυσάρεστη αισθητηριακή και συναισθηματική εμπειρία που προκύπτει από πραγματική ή δυνητική ιστική βλάβη ή που περιγράφεται με όρους τέτοιας βλάβης” (International Association for the Study of Pain (2014)). Μπορεί να είναι οξύς και αυτοπεριοριζόμενος ή χρόνιος και ανίατος. Πρόκειται για σύμπτωμα που επηρεάζει παγκοσμίως εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Στην πραγματικότητα, ο πόνος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής και η αντιμετώπιση του απασχολεί όλες τις ιατρικές και οδοντιατρικές (υπο)ειδικότητες.
Ως χρόνιος πόνος ορίζεται ο πόνος που επιμένει πέραν του φυσιολογικού χρόνου που αναμένεται για την επούλωση της ιστικής βλάβης που τον προκαλεί, με διάρκεια που υπερβαίνει τους 3 μήνες.Ο χρόνιος πόνος δεν έχει καμία βιολογική χρησιμότητα και προσφέρει στο άτομο ελάχιστη προστασία από περαιτέρω τραυματισμό, ενώ από πλευράς παθοφυσολογίας διαφέρει σημαντικά από άλλα είδη πόνων, γεγονός που προκαλεί εν μέρει και τη σημαντική δυσκολία αντιμετώπισης του.
Η δυσκολία αντιμετώπισης του χρόνιου πόνου οφείλεται στο γεγονός πως αυτός αποτελεί μία παράδοξη ιατρική κατάσταση: τα αναλγητικά φάρμακα δεν επαρκούν για την επίλυση του προβλήματος και συχνά προκαλούν επιπλέον προβλήματα στα άτομα που βιώνουν καθημερινά πόνο. Οι αιτίες αυτού του είδους πόνου είναι πολλές, με διαφορετικό παθοφυσιολογικό υπόβαθρο και περιλαμβάνουν από μυοσκελετικά νοσήματα, τραυματισμούς και καρκίνο έως φλεγμονώδεις καταστάσεις, ρευματικά νοσήματα, σπλαχνικές παθήσεις, οδοντιατρικές παθήσεις, χειρουργικές επεμβάσεις ή μπορεί να είναι πρωτοπαθούς αιτιολογίας. Οι πάσχοντες και οι πάσχουσες καταλήγουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα κινητικότητας, αναφέρουν κακή ποιότητα ζωής, βιώνουν άγχος και κατάθλιψη, αισθάνονται άρρωστοι/ες, σταματούν να εργάζονται, απέχουν από τις συνήθεις δραστηριότητες τους και συχνά καταλήγουν εξαρτημένοι/ες στα οπιοειδή. Το τελικό αποτέλεσμα είναι περισσότερο ή λιγότερο σημαντική αναπηρία και ατομική και συλλογική οικονομική επιβάρυνση, λόγω μεγάλων ιατρικών εξόδων, απώλειας εσόδων από την εργασία και αύξησης του αριθμού δικαιούχων επιδομάτων αναπηρίας ή ανεργίας.
Πριν κάποιος/α, κατάλληλα εκπαιδευμένος/η, επαγγελματίας υγείας προτείνει θεραπεία για την αντιμετώπιση του καθημερινού πόνου, οφείλει να ερμηνεύσει σωστά τα κλινικά ευρήματα και την έκταση του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος που τον/την επισκέπτεται. Δυστυχώς, δεν υπάρχει ειδικός βιοδείκτης για τον πόνο και τα αντικειμενικά ευρήματα για την επιβεβαίωση του τύπου και της σοβαρότητας του πόνου συχνά απουσιάζουν. Επιπλέον, πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την υποκειμενική εμπειρία του πόνου: ο τύπος του ιστού που έχει υποστεί βλάβη, η έκταση του ιστού που έχει υποστεί βλάβη, το νευρικό σύστημα και το σύστημα υποδοχέων οπιοειδών του/της ασθενούς και το ψυχοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο βιώνεται ο πόνος. Προφανώς, η εμφάνιση νέων πόνων ή η σημαντική χειροτέρευση εγκατεστημένων πόνων πρέπει να οδηγεί σε νέα κλινική εξέταση για τον αποκλεισμό επικίνδυνης παθολογίας, παρόλα αυτά, είναι γεγονός πως ο πόνος από μόνος του δεν ισοδυναμεί πάντα με ασθένεια.
Δεδομένου ότι ο πόνος είναι μια συναισθηματική – και εν πολλοίς υποκειμενική – εμπειρία, η χορήγηση αναλγητικών, ιδίως οπιοειδών, φαρμάκων δεν είναι η βέλτιστη ούτε η πρώτης γραμμής θεραπευτική επιλογή για την διαχείριση του καθημερινού πόνου. Πρέπει να χρησιμοποιείται συμπληρωματικά άλλων παρεμβάσεων και αφού διασφαλιστεί η ουσιαστική εμπλοκή των ασθενών και των φροντιστών τους, με απώτερο στόχο την αύξηση της λειτουργικότητας τους και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, όχι την πλήρη εξαφάνιση του πόνου. Η επιλογή φαρμακοθεραπείας πρέπει να βασίζεται στην ακριβή διαπίστωση της προέλευσης του πόνου, της παθοφυσιολογίας του, της έντασης του, τυχόν ενισχυτών του αλλά και τυχόν άλλων σωματικών ή/και συμπεριφορικών συννοσηροτήτων που ίσως συνυπάρχουν και τον εντείνουν ή δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση του. Η επιτυχία ή η αποτυχία οποιασδήποτε φαρμακοθεραπευτικής παρέμβασης εξαρτάται από την επιλογή της κατάλληλης κατηγορίας φαρμάκων, της ενδεδειγμένης οδού χορήγησης, της καλής ενημέρωσης των πασχόντων και πασχουσών αναφορικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των διαφόρων φαρμακοθεραπειών και της κατανόησης πως πρέπει να δίνεται επαρκής χρόνος για την επίτευξη του επιθυμητού κλινικού αποτελέσματος.
Τα μη στεροειδή αναλγητικά φάρμακα (ΜΣΑΦ) ενδείκνυνται στην αντιμετώπιση του ήπιου προς μέτριου πόνου φλεγμονώδους ή/και μη νευροπαθητικής αιτιολογίας. Η ιβουπροφαίνη, π.χ. Nurofen 400mg μαλακή κάψουλα, λόγω της μεγαλύτερης σχετικής αποτελεσματικότητας της και της μεγαλύτερης ασφάλειας της όσον αφορά στην εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών από το γαστρεντερικό σύστημα (ΓΕΣ) και σε σχέση με τα άλλα ΜΣΑΦ, αποτελεί φάρμακο εκλογής στην περίπτωση της δυσμηνόρροιας, της οστεοαρθρίτιδας, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, της ποδάγρας και των πόνων στη ράχη ή τη μέση. Προσοχή χρειάζεται σε ασθενείς με σημαντική έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, ενεργό αιμορραγία από το ΓΕΣ, διαταραχή της λειτουργίας των αιμοπεταλίων ή/και σοβαρά καρδιαγγειακά νοσήματα. Η παρακεταμόλη, αν και θεωρείται σχετικά ασφαλές αναλγητικό, δεν επαρκεί από μόνη της για την αντιμετώπιση μέτριων ή ισχυρών πόνων και η δε λήψη της απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μην γίνεται υπέρβαση της μέγιστης επιτρεπόμενης ημερήσιας δόσης των 3(4)γρ. λόγω του υπαρκτού κινδύνου πρόκλησης ηπατικής βλάβης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η διαχείριση του καθημερινού πόνου απαιτεί συνδυασμό θεραπευτικών παρεμβάσεων, με έμφαση στην ψυχολογική υποστήριξη και την ψυχοθεραπεία (με κυρίαρχη τη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία), την αντιμετώπιση του άγχους και της κατάθλιψης (με ή χωρίς χορήγηση κατάλληλης φαρμακοθεραπείας), τη βελτίωση της εργονομίας (με ή χωρίς τη χρήση ειδικών βοηθημάτων) και της φυσικής κατάστασης (μέσω ενθάρρυνσης της συμμετοχής σε σωματικές δραστηριότητες τύπου ήπιας άσκησης), την υδροθεραπεία, κατάλληλες μορφές φυσικοθεραπείας (TENS, υπέρηχοι, κλπ.), πιεσοθεραπείας (διαφόρων ειδών μασάζ), κινησιοθεραπείας, άλλα προγράμματα φυσικής αποκατάστασης, το διαλογισμό, το βελονισμό, τη νευροδιέγερση, την εφαρμογή ψυχρών ή θερμών επιθεμάτων, κλπ.
Εξαιρετικά σημαντικές παράμετροι είναι η διασφάλιση της παραμονής στο εργατικό δυναμικό (εξυπακούεται η αλλαγή καθηκόντων όπου αυτό επιβάλλεται) και της όσο το δυνατόν ταχύτερης επιστροφής στην εργασία (στις περιπτώσεις που απαιτείται η λήψη αναρρωτικής άδειας). Απαραίτητη είναι, επίσης, η ενθάρρυνση της κοινωνικοποίησης και της συμμετοχής σε ατομικές ή ομαδικές δραστηριότητες δημιουργικής απασχόλησης, σημαντικότερη όμως όλων είναι η εκπαίδευση των πασχόντων αναφορικά με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και η ρεαλιστική διαχείριση των προσδοκιών τους αναφορικά με το πόσο αυτό μπορεί/πρέπει να βελτιώνεται.
Το μέτρο της κλινικής προόδου και της επιτυχίας οποιασδήποτε θεραπείας και αν εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση του καθημερινού πόνου πρέπει να είναι το πόσο καλά είναι σε θέση τα πάσχοντα άτομα να επανέλθουν στις διαφορετικές δραστηριότητες που συνθέτουν τη ζωή, με έμφαση στο να εργάζονται και να να έχουν υγιείς κοινωνικές σχέσεις. Η φροντίδα όσων πονάνε καθημερινά πρέπει να επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας και στη βελτιστοποίηση της λειτουργικής κατάστασης τους, όχι στην πλήρη εξαφάνιση του πόνου, στόχος που δεν είναι ποτέ ρεαλιστικός.
*Το παρόν άρθρο περιέχει εκλαϊκευμένες πληροφορίες που αντλήθηκαν από επιστημονικές δημοσιεύσεις διαθέσιμες στις βάσεις δεδομένων Pubmed και Scopus, όπως και από τις διαθέσιμες κλινικές οδηγίες του Institute for Clinical Systems Improvement, των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) των ΗΠΑ και του Εθνικού Ινστιτούτου Κλινικής Αριστείας (NICE) του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πληροφορίες που εμφανίζονται εδώ δεν αποτελούν κλινική υπόδειξη ή έκδοση συνταγής για επίλυση συγκεκριμένων ιατρικών προβλημάτων αλλά στοχεύουν στο να αυξήσουν τη γνώση του/της αναγνώστη/ριας και να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των διαθέσιμων θεραπειών. Η τελική επιλογή θεραπείας ή η παράλειψη της γίνεται μόνο σε συνεργασία και με τη σύμφωνη γνώμη του ή της γιατρού κάθε πάσχουσας.
Δρ. Χρυσάνθη Σαρδέλη
Αναπλ. Καθηγήτρια Φαρμακολογίας-Κλινικής Φαρμακολογίας ΑΠΘ, Κλινικός Φαρμακολόγος με εξειδίκευση στην Αναπαραγωγική Τοξικολογία, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος
e-mail: sardeli@auth.gr
Photo cover:pixabay.com/susan-lu4esm/girl
Διαβάστε επίσης: