Να ξέραμε, αφεντικό, είπε, τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή!

Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.

Να, όπως κι εμείς φωνάζουμε κι αυτά δεν ακούνε.

Πότε θ’ ανοίξουν τ’ αυτιά του κόσμου, αφεντικό;

Πότε θ’ ανοίξουν τα μάτια μας να δούμε;

Πότε θ’ ανοίξουν οι αγκαλιές μας, πέτρες, λουλούδια και βροχή κι άνθρωποι ν’ αγκαλιαστούμε;»

 «-Και ποιο ‘ναι το καλύτερό σου φαί, παππούλη;

-Όλα, όλα, παιδί μου. Είναι μεγάλη αμαρτία να λέμε: Ετούτο το φαί είναι καλό, εκείνο κακό!

-Γιατί ; Δεν μπορούμε να διαλέξουμε;

-Όχι, μαθές, δεν μπορούμε.

-Μα γιατί;

-Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πεινούνε.

Σώπασα ντροπιασμένος. Ποτέ δεν είχε μπορέσει η καρδιά μου να φτάσει σε τόση ευγένεια και συμπόνια.

«-Θαρρώ, Ζορμπά, μα μπορεί να κάνω και λάθος, πως τριών λογιών είναι οι άνθρωποι:

Αυτοί που βάζουν σκοπό να ζήσουν, καθώς λένε, τη ζωή τους’ να φαν, να πιούν, να φιλήσουν, να πλουτήσουν, να δοξαστούν…

Έπειτα είναι αυτοί που σκοπό βάζουν όχι τη ζωή τους, παρά τη ζωή όλων των ανθρώπων νιώθουν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ένα και μάχουνται να φωτίσουν, ν’ αγαπήσουν, να ευεργετήσουν όσο μπορούν τους ανθρώπους.

Και τέλος είναι αυτοί που βάζουν σκοπό τους να ζήσουν τη ζωή του σύμπαντου’ όλοι, άνθρωποι, ζα, φυτά, άστρα, είμαστε ένα, η ίδια ουσία που μάχεται τον ίδιον φοβερόν αγώνα’ ποιόν αγώνα; να μετουσιώσει την ύλη και να την κάμει πνέμα.

Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/gerlat/abstract

Διαβάστε επίσης: