Και το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας σκίζεται στα τέσσερα και πέφτει λυσσασμένα κόκκινο χαλάζι στα παράθυρα, που είχε να βρέξει τριάντα χρόνια σ’ αυτή τη χώρα
και τρέχουν οι φρουροί πανικόβλητοι κυνηγώντας το τίποτα κι ακουμπάνε το αυτί τους στην πόρτα του μήπως και ακούσουν έστω ένα όνομα.

Αργά τη νύχτα και αργά τις νύχτες όταν αρχίζει να πέφτει κι εδώ το ψιλό χιονόνερο, σαν ρύζι από μπαμπάκι, όπως πέφτει στα Γιάννενα επί μέρες.

Ένας ηλικιωμένος βιβλιοπώλης στην άγρια επαρχία του μόλις τέλειωσε εξουθενωμένος τους λογαριασμούς του και σέρνεται προς το σπίτι του πεινασμένος. Βιβλία δεν πουλιούνται πια. Κουράστηκε ο κόσμος. Κουράστηκε το έθνος.

Πρέπει ν’ αγοράσει ένα μηχάνημα και να βγάζει κι αυτός φωτοτυπίες, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του. Πώς δεν το αποφάσιζε τόσα χρόνια. Γιατί να μην πουλάει κι εκείνος παιχνίδια και παραμύθια για τα παιδιά, όπως τόσοι άλλοι. Πώς δεν το σκέφτηκε.

Αυτός όμως θα προχωρήσει το πράγμα. Θα χαρίζει στα παιδιά καραμέλες και στους γονείς θα προσφέρει αναψυκτικά. Από αύριο, από μεθαύριο κιόλας. Προλαβαίνει πριν πάρει τη σύνταξή του.

Ονειρεύεται κόσμο και ντουνιά να συνωστίζεται στο μαγαζάκι του, μέχρι αργά τη νύχτα. Και όλα θα μοιάζουν με τα βάθη της θάλασσας. Θα φέρει και γνωστούς ηθοποιούς να διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά. Τόσοι άνεργοι ηθοποιοί θα τον βοηθήσουν με μια λογική τιμή. Πώς δεν το σκέφτηκε;

Από αύριο, λοιπόν, από μεθαύριο κιόλας.

Να προλάβει μόνο, γιατί σε λίγο καιρό θα κοιμούνται οι πολίτες ευτυχισμένοι επιτέλους για πάντα σε τάφους ομαδικούς στους δημόσιους κήπους και σε χαντάκια, σκεπασμένοι πρόχειρα με πέτρες και κλαδιά.

Μάνος Ελευθερίου, “Αργά τη Νύχτα”, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/Bessi/tree

Διαβάστε επίσης: