Θλίψη έχει προκαλέσει η είδηση θανάτου της Φρανσουάζ Αρντί, της τραγουδίστριας – σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής για την Γαλλία.

Η Φρανσουάζ Αρντί με το εμβληματικό στυλ υπήρξε ηγετικό πρόσωπο του κινήματος yé-yé, ενώ το περιοδικό Rolling Stone το 2023, την κατέταξε στο Νο 162 της λίστας με τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες όλων των εποχών. Μάλιστα, ήταν η μόνη Γαλλίδα ερμηνεύτρια στη λίστα.

Τα παιδικά χρόνια

Η Françoise Madeleine Hardy – όπως ήταν το όνομά της – γεννήθηκε στο κατεχόμενο από τους Ναζί Παρίσι στις 17 Ιανουαρίου 1944. Η μητέρα της ήταν βοηθός λογιστή που «ζούσε τη ζωή της καλόγριας», ενώ ο πατέρας της ήταν ένας μεγαλύτερος, πιο πλούσιος και παντρεμένος άνδρας που διαχειριζόταν μια εταιρεία με αριθμητικές μηχανές. Τελείωσαν τη σχέση τους όταν η Αρντί ήταν παιδί, και μεγάλωσε με τη μητέρα της στο ένατο διαμέρισμα, όπου μεταξύ των γειτόνων της ήταν και ο μελλοντικός ροκ σταρ Johnny Hallyday.

Η Φρανσουάζ Αρντί σπούδασε σε μοναστηριακό σχολείο και άκουγε εμμονικά το Radio Luxembourg, το οποίο μετέδιδε υπερατλαντική ποπ και ροκ εν ρολ από μουσικούς όπως ο Elvis Presley, η Brenda Lee, ο Cliff Richard και ο Billy Fury. Όταν ο πατέρας της προσφέρθηκε να της αγοράσει ένα δώρο ως ανταμοιβή για την άριστη επίδοση στις εξετάσεις του λυκείου της, εκείνη επέλεξε μια κιθάρα. Σύντομα, έγραφε τρία ή τέσσερα τραγούδια την εβδομάδα.

Τον Οκτώβριο του 1962, όταν ήταν 18 χρόνων, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη γαλλική τηλεόραση, ερμηνεύοντας το συναισθηματικό, ποπ τραγούδι της «Tous les garçons et les filles» («Όλα τα αγόρια και τα κορίτσια»), καθώς η χώρα περίμενε να μάθει τα αποτελέσματα ενός δημοψηφίσματος για τις προεδρικές εκλογές.

Η εμφάνιση εκείνη τής άνοιξε το δρόμο της αναγνώρισης. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, είχε πουλήσει περισσότερους από μισό εκατομμύριο δίσκους, αποκτώντας πιστούς οπαδούς που μαγεύονταν με τους μελαγχολικούς στίχους της. Τραγουδώντας στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά, ταυτίστηκε στενά με το ευρωπαϊκό ροκ στυλ, γνωστό ως yé-yé.

Οι διάσημοι θαυμαστές της

Ανάμεσα στους θαυμαστές της Φρανσουάζ Αρντί ήταν και ο Bob Dylan, ο οποίος της αφιέρωσε ένα ολόκληρο ποίημα στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του «Another Side of Bob Dylan». Μάλιστα, όπως είχε αποκαλύψει η ίδια η Αρντί, όταν ο Dylan πήγε στο Παρίσι για να δώσει την πρώτη του συναυλία, αρνήθηκε να επιστρέψει στη σκηνή αν δεν συμφωνούσε να τον συναντήσει στο καμαρίνι του. «Ήταν σουρεαλιστικό, αλλά πήγα», θυμήθηκε σε συνέντευξή της το 2005 στην βρετανική εφημερίδα Independent. «Έδειχνε πολύ αδύνατος και άρρωστος, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί η συναυλία ήταν τόσο κακή», είχε αναφέρει εκείνη.

Ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος διάσημος θαυμαστής της πανέμορφης Γαλλίδας τραγουδίστριας. Ο Μικ Τζάγκερ την περιέγραψε ως την ιδανική γυναίκα, ενώ ο Bowie είχε παραδεχτεί ότι ήταν «παθιασμένα ερωτευμένος» μαζί της από απόσταση.

Η καριέρα της στον κινηματογράφο

Η Αρντί έκανε κι ένα πέρασμα ως μοντέλο, για σχεδιαστές όπως ο Yves Saint Laurent, ενώ δοκίμασε την τύχη της και στη μεγάλη οθόνη, με πιο γνωστή τη συμμετοχή της στο «Grand Prix» του John Frankenheimer το 1966.

Οι κινηματογραφικές της εμφανίσεις διήρκεσαν 13 χρόνια, μέχρι που αποφάσισε να σταματήσει. Μιλώντας στους New York Times το 2018, είχε παραδεχτεί πως ένιωθε ακατάλληλη για ηθοποιός. «Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς θα μπορούσα να απορρίψω προτάσεις από γνωστούς σκηνοθέτες. Ωστόσο, προτιμούσα κατά πολύ τη μουσική από τον κινηματογράφο. Η μουσική σου επιτρέπει να μπεις βαθιά στον εαυτό σου και στο πώς νιώθεις, ενώ ο κινηματογράφος έχει να κάνει με το να παίξεις έναν ρόλο, να υποδυθείς έναν χαρακτήρα που μπορεί να απέχει χιλιόμετρα από αυτό που είσαι», είχε εξηγήσει.

Η μάχη με τον καρκίνο

Η Φρανσουάζ Αρντί το 1981 παντρεύτηκε τον επί χρόνια σύντροφό της, ηθοποιό και τραγουδιστή Jacques Dutronc. Απέκτησαν έναν γιο, τον Thomas, και αργότερα χώρισαν, αν και δεν πήραν διαζύγιο ποτέ.

Η Αρντί είχε δώσει μάχη με τον καρκίνο του λεμφικού και του λάρυγγα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς διαγνώστηκε για πρώτη φορά το 2004. Το 2018 κυκλοφόρησε το τελευταίο της στούντιο άλμπουμ, «Personne d’autre» («Κανείς άλλος»), δύο χρόνια μετά τη νοσηλεία της σε κώμα. Η υγεία της είχε επιδεινωθεί και οι γιατροί πίστευαν ότι δεν θα ξυπνούσε ποτέ. Αλλά κατάφερε να επιστρέψει στο στούντιο ηχογράφησης.

Το 2021, η Αρντί αποκάλυψε ότι είχε διαγνωστεί με όγκο στο αριστερό της αυτί τρία χρόνια νωρίτερα. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, ενώ την είδηση του θανάτου της ανακοίνωσε ο γιος της Thomas Dutronc, με μια συγκινητική ανάρτηση στο Instagram, όπου δημοσίευσε μια βρεφική φωτογραφία του με τη μητέρα του και γράφοντας: «Maman est partie». Ή αλλιώς, «η μαμά έφυγε».

Διαβάστε επίσης