“Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς κι ενός μεσολογγίτη. Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή επέρασ’ απ’ το σπίτι. Του βγάλαμε γλυκό, τού βγάλαμε και μέντα μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα“, Με αυτούς τους στίχους ξεκινάει ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μανώλη Μητσιά σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι.
Για την ακρίβεια, όπως πολύ εύστοχα το είχε περιγράψει κάποτε ο Μάνος Ελευθερίου, πρόκειται για «Ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ»! Το τραγούδι που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι έντυσε μελωδικά με τη φωνή του ο Μητσιάς, μέχρι και σήμερα είναι αγαπημένο στο κοινό, προκαλεί συγκίνηση και όλοι σιγοτραγουδούν τους στίχους.
Ωστόσο, όπως πολλά άλλα τραγούδια, έτσι και αυτό πίσω από τους στίχους κρύβει μία αληθινή ιστορία. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιστορία είναι τραγική. Ο “Γιάννης ο φονιάς” του Γκάτσου, είναι υπαρκτό πρόσωπο και σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, ήταν γυναικοκτόνος καθώς σκότωσε τη σύζυγό του, όταν έμαθε ότι τον απατά, ενώ αμέσως μετά βίωσε και την τραγική απώλεια της κόρης του, η οποία μην αντέχοντας τη δολοφονία της μητέρας της από τα χέρια του ίδιου του πατέρα της, αυτοκτόνησε.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και να ανακαλύψουμε την τραγικότητα που κρύβουν οι στίχοι του τραγουδιού.
Ποιος ήταν ο περιβόητος “Ο Γιάννης ο φονιάς”
Σύμφωνα με τον ιστότοπο ilialive.gr, φαίνεται ότι σπουδαίος Έλληνας στιχουργός και ποιητής, Νίκος Γκάτσος μεταφέρει μια ιστορία που όντως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο ίδιος την έμαθε από τον ραδιοφωνικό παραγωγό της ΕΡΑ, Γιώργο Μητρόπουλο, το φθινόπωρο του 1974, όταν ακόμη σπούδαζε στη Νομική.
Εκείνο που μαθαίνουμε είναι ότι όλα όσα περιγράφει το κομμάτι είναι αλήθεια, με εξαίρεση ένα πράγμα. Το όνομα του Γιάννη. Ο πραγματικός φονιάς δεν λεγόταν έτσι κι έφτασε στο έγκλημα για λόγους τιμής. Με τη σύζυγό του είχαν αποκτήσει 7 παιδιά, 6 αγόρια και μία κόρη, το «Φροσί», όπως τη φώναζαν.
Ο «Γιάννης» ήταν μουσικός από την Αρκαδία κι έπαιζε βιολί σε πανηγύρια της Πελοποννήσου και της ευρύτερης περιοχής. Μια μέρα του Αυγούστου ανακαλύπτει πως η γυναίκα του τον απατούσε με έναν φίλο του οργανοπαίκτη. Θολωμένος από την ζήλεια και οργισμένος για την προδοσία σκοτώνει τη γυναίκα του και προφυλακίζεται.
Η δίκη έγινε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου στη Πάτρα. Ωστόσο, το δικαστήριο δέχεται ότι το έγκλημα τελέστηκε εν βρασμώ ψυχής και με βάση τους ηθικούς κώδικες της εποχής εκείνης, αθωώνει τον γυναικοκτόνο. Η είδηση της αθώωσής του έγινε αποδεκτή από τους συγχωριανούς του με ενθουσιασμό καθώς θεωρούσαν ότι ο Γιάννης προχώρησε στο έγκλημα για να “καθαρίσει” από πάνω του την προσβολή.
Στο μεταξύ, η μεγαλύτερη κόρη του, το Φροσί που δούλευε στην Αθήνα ως υπηρέτρια από τα 16 της, επέστρεψε στο χωριό μετά την αθώωση του πατέρα της. Εκεί, στη σάλα του σπιτιού, όπως περιγράφεται και στο τραγούδι, συγγενείς και συγχωριανοί τον υποδέχτηκαν με χαρά, εκτός από το Φροσί, η οποία μη μπορώντας να δεχτεί τον χαμό της μητέρας της, αυτοκτόνησε τα 18 της.
Και για τον “Γιάννη τον φονιά”, ο χαμός του παιδιού του, ήταν η μεγαλύτερη και βαρύτερη τιμωρία για το έγκλημα που διέπραξε.
Οι άλλες δύο εκδοχές
Ωστόσο, μέσα στα χρόνια μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού, κυκλοφόρησαν κι άλλες εκδοχές για το ποιος ήταν τελικά ο “Γιάννης ο φονιάς”. Δύο από αυτές κυκλοφορούν επίσης, ευρέως.
Η πρώτη υποστηρίζει πως σε κάποιο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950, λίγο μετά τον εμφύλιο ένα παιδί ο Γιάννης, 15 χρονών σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.
Η δεύτερη, την οποία διηγήθηκε ο Γιουργομέγγουλης, φίλος του Λοΐζου, και ο ίδιος αναφέρει ότι αυτά του τα είπε ο Γκάτσος, υποστηρίζει ότι ο Γιάννης ο φονιάς, τελικώς δε σκότωσε κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας 4 παιδιών που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί πήρε την ευθύνη του φονικού πάνω του για να μην μείνει ορφανή η οικογένεια του αδελφού του.
Οι στίχοι του τραγουδιού
Ο Γιάννης ο φονιάς
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό, τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη