«Στα Τάρταρα, στα Τάρταρα! Μέσα στην ασφαλή και τρυφερή μήτρα της γης, εκεί όπου δεν βρίσκονται ούτε χάνονται δουλειές, που δεν υπάρχουν συγγενείς ή φίλοι που να σε ζαλίζουν, ούτε ελπίδα, φόβος, φιλοδοξίες, τιμή, καθήκον. Επίσης ούτε χρέη οποιασδήποτε μορφής. Εκεί θα ήθελε να βρίσκεται ο Γκόρντον.
Όμως δεν επιζητούσε το θάνατο, τον πραγματικό σωματικό θάνατο. Ένιωθε ένα παράξενο συναίσθημα. Πάντως το ένιωθε από εκείνο το πρωί που ξύπνησε και διαπίστωσε ότι βρισκόταν στα κρατητήρια της αστυνομίας. Η άσχημη, επαναστατική διάθεση που σου δημιουργείται μετά τη μέθη έδειχνε ότι είχε εξελιχθεί σε συνήθεια. Εκείνη η βραδιά που μέθυσε ο Γκόρντον είχε σημαδέψει μια περίοδο της ζωής του. Τον είχε σύρει κάτω με έναν απροσδόκητο και παράξενο τρόπο.
Στο παρελθόν είχε δώσει μάχες εναντίον του συστήματος που στηρίζεται στο χρήμα, και παρά ταύτα είχε καταφέρει να κρατηθεί γαντζωμένος στα όποια απομεινάρια της αξιοπρέπειας του. Τώρα όμως ήθελε να αποδράσει από αυτή την αξιοπρέπεια. Ο Γκόρντον ήθελε να πέσει χαμηλά, πολύ χαμηλά, να βουτηχτεί σε ένα βούρκο όπου η αξιοπρέπεια δεν είχε πλέον καμία αξία. Ήθελε να κόψει κάθε επαφή με τον αυτοσεβασμό και να βυθιστεί —να κυλιστεί όπως είχε πει η Ρόζμαρι. Ήθελε να σκέφτεται τους χαμένους, τους ανθρώπους του υποκόσμου, τους αλήτες, τους ζητιάνους, τους εγκληματίες, τις πόρνες.
Όλοι αυτοί κατοικούν σε έναν όμορφο κόσμο βουτηγμένο στη βρομιά και στην εγκατάλειψη. Του άρεσε να φαντάζεται ότι κάτω από τον κόσμο του χρήματος υπάρχει ένα μεγάλο και βρομερό υπόγειο βασίλειο φαντασμάτων όπου όλοι είναι ίσοι. Εκεί ήθελε να βρίσκεται ο Γκόρντον. Σε αυτό το υπόγειο βασίλειο των φαντασμάτων, κάτω από τις φιλοδοξίες. Ένιωθε κάποια ανακούφιση όταν σκεφτόταν τις φτωχογειτονιές του νότιου Λονδίνου που ήταν πνιγμένες στον καπνό, που συνεχώς επεκτείνονταν και που μες στην τεράστια και άχαρη ερημιά τους μπορούσες να χαθείς για πάντα.
Από κάποια άποψη αυτή η δουλειά ήταν ό,τι ακριβώς ήθελε ο Γκόρντον. Από κάθε άποψη ήταν κάτι παραπλήσιο με αυτό που ήθελε. Εκειπέρα, στο Λάμπεθ, το χειμώνα, μες στους λασπωμένους δρόμους όπου τα πλάσματα με τα σταχτιά πρόσωπα σέρνονταν μέσα στην ομίχλη, σου δινόταν η αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο βούρκο. Εκειπέρα δεν είχες καμία επαφή με το χρήμα ή με την κουλτούρα.
Ούτε ανώτερου επιπέδου πελάτες στους οποίους έπρεπε να παριστάνεις τον ανώτερο. Ούτε θα βρισκόταν κάποιος που θα τολμούσε να σου πει με τον ξεδιάντροπο τρόπο που χαρακτηρίζει τους εύπορους, «Πώς γίνεται εσύ που είσαι τόσο ευφυής και μορφωμένος να κάνεις τέτοια δουλειά;» Εκεί ήσουν κι εσύ ένα κομμάτι της φτωχογειτονιάς και, όπως όλους όσους μένουνε σε φτωχογειτονιές, σε θεωρούσαν του χεριού τους. Οι νεαροί και οι κοπέλες που πήγαιναν στη βιβλιοθήκη σπάνια αντιλαμβάνονταν ότι ο Γκόρντον ήταν μορφωμένος. Για κείνους ήταν απλώς «αυτός ο τύπος στη βιβλιοθήκη», και στην ουσία ένας σαν κι αυτούς».
Τζορτζ Όργουελ, “Η παγίδα του χρήματος”, εκδόσεις Κάκτος)
Photo cover:pixabay.com/PublicDomainPictures/swan
Διαβάστε επίσης: