Το πείραμα αυτό έχει μια παράξενη ιστορία. Η Τζίνυ, η ασθενής μου, ήταν μια ταλαντούχα συγγραφέας που υπέφερε όχι μόνο από ένα μπλοκάρισμα στο γραψιμό της, αλλά κι από μια αναστολή κάθε μορφής εκφραστικότητας.
Για ένα χρόνο παρακολούθησε την ψυχοθεραπευτική μου ομάδα με πενιχρά αποτελέσματα: αποκάλυψε λίγα για τον εαυτό της, έδωσε λίγα στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και με εξειδανίκευσε τόσο πολύ, ώστε κάθε γνήσια επαφή έγινε αδύνατη.
Έπειτα, όταν για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ομάδα, της πρότεινα ένα ασυνήθιστο πείραμα.
Προσφέρθηκα να τη βλέπω σε ατομική θεραπεία, με τον όρο ότι αντί για πληρωμή να γράφει μια ελεύθερη, χωρίς λογοκρισία περίληψη κάθε συνεδρίας μας, όπου να εκφράζει όλα τα συναισθήματα και τις σκέψεις που δεν είχε εκφράσει με λόγια στη διάρκεια της ώρας. Πρότεινα να κάνω κι εγώ απ” τη μεριά μου ακριβώς το ίδιο, κι ο καθένας μας να παραδίνει τη δική του εβδομαδιαία αναφορά στη γραμματέα μου, για να διαβάζουμε ο ένας τις σημειώσεις του άλλου κάθε λίγους μήνες.
Η πρότασή μου είχε πολλές σκοπιμότητες. Έλπιζα πως η γραπτή εργασία όχι μόνο θα μπορούσε ν’ απελευθερώσει το δημιουργικό γράψιμο της θεραπευόμενής μου, αλλά και να την ενθαρρύνει να εκφραστεί πιο ελεύθερα στην θεραπεία.
Έλπιζα επίσης πως το να διαβάσει τις δικές μου σημειώσεις θα μπορούσε να βελτιώσει τη σχέση μας.
Είχα σκοπό να γράψω τις εντυπώσεις μου χωρίς να τις λογοκρίνω και ν’ αποκαλύπτω τα βιώματα και τα συναισθήματα που ένιωθα στη διάρκεια κάθε ώρας: τι απόλαυσα, τι μ” έφερε σε αδιέξοδο, τι μου τράβηξε αλλού την προσοχή. Κι αν η Τζίνυ μ’ έβλεπε πιο ρεαλιστικά, ίσως να έπαυε πια να με εξιδανικεύει και να μπορούσε να σχετιστεί μαζί μου με πιο ανθρώπινους όρους.
(Στο περιθώριο αυτής της συζήτησης περί ενσυναίσθησης θα πρόσθετα πως αυτή η εμπειρία έλαβε χώρα σε μια περίοδο που επιχειρούσα ν’ αναπτύξω κι εγώ ως συγγραφέας τη φωνή μου, και η προθυμία μου να γράφω παράλληλα με την ασθενή μου είχε και μια ωφελιμιστική πλευρά: μου παρείχε μια ασυνήθιστη άσκηση και μια ευκαιρία να σπάσω τους επαγγελματικούς μου περιορισμούς, ν” απελευθερώσω το λόγο μου γράφοντας ότι μου ερχόταν στο νου αμέσως μετά την κάθε συνεδρία μας.)
Η ανταλλαγή σημειώσεων κάθε λίγους μήνες ήταν μια εμπειρία τύπου Ρασομάν: παρόλο που αναφερόμασταν στην ίδια ώρα, την είχαμε βιώσει και τη θυμόμασταν ιδιοσυγκρασιακά.
Παραδείγματος χάρη, άλλα μέρη της συνεδρίας θεωρούσε σημαντικά ο καθένας μας. Η Τζίννυ δεν άκουγε κάν τις ευφυείς καλοδιατυπωμένες ερμηνείες μου.
Αντίθετα, εκτιμούσε μικρές προσωπικές χειρονομίες, στις οποίες εγώ δεν έδινα σχεδόν καμιά σημασία: κοπλιμέντα που της έκανα για το ντύσιμο και την εμφανισή της ή για το γράψιμό της, τον αμήχανο τρόπο μου όταν απολογούμαι, όταν έφτανα με λίγα λεπτά καθυστέρηση, το γέλιο μου όταν εκείνη κάτι σατίριζε, τα πειράγματα που της έκανα, όταν κάναμε ασκήσεις ρόλων.
Όλες αυτές οι εμπειρίες με δίδαξαν να μην υποθέτω ότι ο ασθενής κι εγώ βιώνουμε τα ίδια πράγματα στη διάρκεια μιας συνεδρίας.
Irvin D. Yalom, “Tο δώρο της ψυχοθεραπείας”, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/9gans/painting
Διαβάστε επίσης: