Να γιατί γράφω.

Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος.

Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ζωή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται.

Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για Ανάσταση.

Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή.

Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό.

Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας.

Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει -αλλά παρ’ όλ’ αυτά το ξέρει- πως υπάρχει και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει, μήτε να την υπερβεί.

Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι δέσμιοι μιας ευτυχίας που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε.

Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.

Οδυσσέας Ελύτης, “Ανοιχτά Χαρτιά”, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/Goran/stopchildren

Διαβάστε επίσης: