Μια συγκλονιστική ιστορία κάνει τον γύρο του κόσμου τις τελευταίες ώρες. Ένας έφηβος από την Αλγερία που εξαφανίστηκε το 1998 βρέθηκε ζωντανός πριν λίγες ημέρες στο υπόγειο του σπιτιού του φερόμενου ως απαγωγέα του – περίπου 100 με 200 μέτρα από το σπίτι της οικογένειάς του.
Ο τότε έφηβος, Ομάρ Μπιν Ομράν διασώθηκε την Κυριακή από το σπίτι του επί χρόνια απαγωγέα του, αφού εξαφανίστηκε καθ’ οδόν προς το σχολείο πριν από περίπου 26 χρόνια, σύμφωνα με δημοσιεύματα των αλγερινών μέσων ενημέρωσης
Ο Ομάρ είναι σήμερα 45 ετών και έχει μούσι, ενώ ένα βίντεο που αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρεται να τον δείχνει μπερδεμένο. Ο κατηγορούμενος ως απαγωγέας του, ένας 61χρονος άνδρας που ζούσε μόνος του, τέθηκε υπό κράτηση, σύμφωνα με το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Djelfa, όπως σημειώνει η New York Post.
Οι ερευνητές φέρεται να ειδοποιήθηκαν από την οικογένεια του θύματος, αφού ο αδελφός του υπόπτου υπέδειξε ότι εκείνος εμπλέκεται στην απαγωγή σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ οι δυο τους τσακώνονταν για τα κληρονομικά. Στη διάρκεια της έρευνας στο σπίτι του άνδρα ανακαλύφθηκε μια καταπακτή κρυμμένη κάτω από άχυρο στο πάτωμα. Βρήκαν τον Ομάρ πίσω από αυτή.
Τον Ομάρ ανέλαβαν οι γιατροί, ενώ ο ύποπτος θα δικαστεί για το «αποτρόπαιο έγκλημα», όπως δήλωσε το γραφείο του γενικού εισαγγελέα. Ο φερόμενος ως απαγωγέας του εφήβου έχει επίσης κατηγορηθεί ότι σκότωσε τον σκύλο του θύματος, σύμφωνα με αλγερινά δημοσιεύματα. Ο σκύλος παρέμενε γύρω από το σπίτι του υπόπτου για έναν ολόκληρο μήνα μετά την εξαφάνιση του Ομάρ.
Η μητέρα του Ομάρ, η οποία δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητά τον αγνοούμενο γιο της -ένα από τα εννέα παιδιά της- πέθανε το 2013. Ενώ άλλα μέλη της οικογένειας πίστευαν ότι σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της χώρας τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000, η μητέρα του ένιωθε μέσα της ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Η ίδια φέρεται να είπε λίγο πριν πεθάνει: «Παρακαλώ, μην σταματήσετε να ψάχνετε τον Ομάρ. Είμαι σίγουρη ότι είναι ζωντανός».
Το θύμα, μετά την απελευθέρωσή του, είπε σε συγγενείς του ότι τους έβλεπε ορισμένες φορές από ένα μικρό παράθυρο να περπατάνε δίπλα από τον χώρο όπου ήταν φυλακισμένος, αλλά δεν μπορούσε να τους μιλήσει ή να τους φωνάξει, καθώς ένιωθε ότι ήταν υπό την επήρεια κάποιας ουσίας.