«Ερωτηματικό; Χαρά στο πράγμα! Για χιλιάδες αμέτρητες από αυτά μπορώ να βρω μια θέση. Μπαίνουν πάντα όταν πρέπει να γίνει ερώτηση, ή, ας υποθέσουμε, όταν πρέπει να μάθουμε σχετικά με κάποιο χαρτί: “Πού καταγράφεται ο ισολογισμός για το τάδε έτος;” ή: “Δε θεωρεί άραγε η αστυνομική διεύθυνση δυνατόν, αυτή την Ιβάνοβα και λοιπά;…”»
Τα ερωτηματικά συγκατένευσαν επιδοκιμαστικά με τους μικρούς γάντζους τους και αστραπιαία, σαν να τους δόθηκε κάποιο παράγγελμα, μετατράπηκαν σε θαυμαστικά…
«Χμ!… αυτό το σημείο της στίξης μπαίνει συχνά στις επιστολές. “Αξιότιμε κύριε!” ή “Εξοχότατε, πατέρα και ευεργέτη!…” Αλλά στα κείμενα, πότε μπαίνει;»
Τα θαυμαστικά τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο και σταμάτησαν περιμένοντας…
«Στα κείμενα μπαίνουν όταν… αυτό… το… πώς το λένε; Χμ! Αλήθεια, πότε το βάζουμε στα υπηρεσιακά έγγραφα; Κάτσε… δε θυμάμαι… Χμ!…»
Ο Περεκλάντιν άνοιξε τα μάτια και άλλαξε πλευρό. Όμως δεν πρόλαβε να ξανακλείσει τα μάτια και στο μαύρο φόντο εμφανίστηκαν πάλι τα ερωτηματικά.
«Να πάρει ο διάβολος… Πότε μπαίνουνε», σκέφτηκε, προσπαθώντας να διώξει από τη φαντασία του τους απρόσκλητους επισκέπτες. «Έχει γούστο να ξέχασα! Ή ξέχασα, ή… δεν τα έβαζα ποτέ…»
Ο Περεκλάντιν άρχισε να φέρνει στη μνήμη του όλα τα έγγραφα που έγραψε στη διάρκεια των σαράντα χρόνων υπηρεσίας. Αλλά όσο κι αν σκεφτόταν, όσο κι αν έστυβε το μυαλό του, δεν ανακάλυψε στο παρελθόν του ούτε ένα θαυμαστικό!
«Τι περίπτωση κι αυτή! Έγραφα σαράντα χρόνια και δεν έβαλα ούτε μια φορά θαυμαστικό… Χμ!… Αλλά, πότε στο δαίμονα μπαίνει;»
Από τις σειρές των φλεγόμενων θαυμαστικών πρόβαλε σαν έχιδνα το γελαστό μουσούδι του νεαρού επικριτή. Τα θαυμαστικά γελούσαν επίσης καθώς συγχωνεύονταν σε ένα τεράστιο θαυμαστικό.
Ο Περεκλάντιν τίναξε το κεφάλι του και άνοιξε τα μάτια.
«Ένας θεός ξέρει…» σκέφτηκε. «Αύριο πρέπει να σηκωθώ για τον όρθρο, και τούτος ο σατανάς δε φεύγει από το μυαλό μου… Φτου! Μα… πότε το βάζουμε; Πού είναι λοιπόν η συνήθεια; Πού είναι η μάθηση; Σαράντα ολόκληρα χρόνια κι ούτε ένα θαυμαστικό! Ε;»
Ο Περεκλάντιν σταυροκοπήθηκε και έκλεισε τα μάτια, αλλά τα ξανάνοιξε πάραυτα. Στο μαύρο φόντο δέσποζε ακόμα το θαυμαστικό…
«Φτου! Πώς να κοιμηθείς έτσι; Μαρθάκι!» απευθύνθηκε στη γυναίκα του, η οποία συχνά παινευόταν ότι τέλειωσε εσωτερική σε κάποιο εκπαιδευτήριο. Μήπως, ξέρεις, ψυχούλα μου, πότε μπαίνει στα κείμενα το θαυμαστικό;»
«Αυτό έλειπε, να μην ξέρω! Τσάμπα σπούδασα εφτά χρόνια στο εκπαιδευτήριο; Θυμάμαι απ’ έξω κι ανακατωτά όλη τη γραμματική. Το σημείο αυτό μπαίνει στις προσφωνήσεις, στα επιφωνήματα και στις εκφράσεις ενθουσιασμού, αγανάκτησης, χαράς, οργής και λοιπών συναισθημάτων».
Αντόν Τσέχωφ, “Το θαυμαστικό”, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Darkmoon_Art/fantasy
Διαβάστε επίσης: