Η Έλινορ Ρούζβελτ αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση. Όταν βρέθηκε να γίνει η “Πρώτη Κυρία” της Αμερικής, πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις για κοινωνική δικαιοσύνη, μίλησε ανοιχτά για τις φυλετικές προκαταλήψεις, εργάστηκε πυρετωδώς για να βρει η γυναίκα τη θέση της στην κοινωνία και συντόνισε τον αγώνα της με κάθε κίνημα που αποζητούσε ένα καλύτερο αύριο. Η Έλινορ Ρούζβελτ έγινε η “φωνή όσων δεν είχαν φωνή”, σε μια εποχή που οι ιδέες της έμοιαζαν αιρετικές.
Αλλά εκείνη από μικρή είχε μάθει να μην βαδίζει σύμφωνα με τις προσταγές και τα πρέπει της κοινωνίας. Αγωνιζόταν πάντα για το το δίκαιο και ήταν πάντα στο πλευρό των αδυνάμων, ακόμα και όταν έπαψε να είναι η “Πρώτη κυρία”, αλλά από τη θέση της στον ΟΗΕ ως αντιπρόσωπος της Αμερικής και πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η Έλινορ Ρούζβελτ ήταν μία συναρπαστική γυναίκα, μία μεγάλη φιλάνθρωπος… Μία γυναίκα που κέρδισε τον σεβασμό όλων, αλλά μπήκε και στο μάτι κάποιων. “Μία Πρώτη Κυρία” που δεν έγινε ποτέ η… κυρία του κυρίου. Αντίθετα, ήταν εκείνη που ενθάρρυνε τον Ρούζβελτ να διεκδικήσει την Προεδρία της Αμερικής, ενώ έφυγε από τη ζωή χωρίς ποτέ να λυθεί το μυστήριο για τη φύση της στενής της σχέσης με μία νεαρή δημοσιογράφο.
Η γνωριμία και ο γάμος με τον Φράνκλιν Ρούζβελτ
Ήταν 18 ετών και όπως πρόσταζε η εποχή, ήταν σε ηλικία γάμου. Και όπως όλα τα κορίτσια των πλούσιων οικογενειών, έπρεπε και η Έλινορ να κάνει το «κοινωνικό της ντεμπούτο». Να παρευρίσκεται δηλαδή σε χορούς και συνεστιάσεις ώστε να κάνει γνωστή την παρουσία της μεταξύ των νεαρών ανδρών της καλής κοινωνίας. Όλα αυτά της ήταν παντελώς αδιάφορα. Η ίδια ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές της. Κάτι που δε συνέβη ποτέ.
Το 1902 γνώρισε έναν 5ο ξάδελφο του πατέρα της, που είχε το ίδιο επώνυμο με αυτή τον Φράνκλιν Ρούζβελτ. Ο πατέρας του ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις μεταφορών και άνθρακα ενώ ήταν μέτοχος και σε μεγάλες εταιρείες σιδηροδρόμων. Η μητέρα του μια αυταρχική γυναίκα που φρόντιζε να επηρεάζει όσο γίνεται περισσότερο την ζωή του μοναχογιού της.
Οι δύο νέοι συμπάθησαν ο ένας τον άλλον, έκαναν συχνή παρέα και διαπίστωσαν ότι συμφωνούσαν σε πολλά. Τον επόμενο χρόνο ο Φράνκλιν της έκανε πρόταση γάμου και αυτή δέχτηκε. Η μητέρα του όμως αντιστάθηκε σε αυτό τον γάμο προβάλλοντας ως επιχείρημα το ότι ήταν και οι δύο πολύ νέοι. Η Έλινορ ήταν 19 και ο Φράνκλιν 21 ετών.
Οι δυο τους έκαναν πίσω και κράτησαν κρυφή τη σχέση τους για έναν χρόνο. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η Έλινορ Ρούζβελτ, έγινε ενεργό μέλος της Junior League, μια οργάνωση για πλούσιες νεαρές που έκαναν φιλανθρωπικό έργο. Δίδασκε μαθήματα στους φτωχούς που ζούσαν σε ξενώνες αστέγων, ενώ η επαφή της με τη δυστυχία φτωχών οικογενειών την έκαναν να θέλει να αλλάξει την κοινωνία και να την κάνει πιο δίκαιη για όλους.
Το 1905 το νεαρό ζευγάρι παντρεύτηκε και απέκτησαν έξι παιδιά. Ο Ρούζβελτ ξεκίνησε να ασχολείται με την πολιτική, με στόχο την προεδρία της Αμερικής. Το 1910 έγινε Γερουσιαστής της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Το 1908 η Έλινορ ανακάλυψε πως ο σύζυγός της διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την προσωπική του γραμματέα. Ο ίδιος διέκοψε την εξωσυζυγική σχέση, όμως, το γυαλί είχε ραγίσει και η Έλινορ Ρούζβελτ για πολλά χρόνια πέρασε κατάθλιψη. Αν και δεν συγχώρησε ποτέ την απιστία του, αποφάσισε να παραμείνει σε αυτόν τον γάμο. Και να τον στηρίξει στην πολιτική του καριέρα.
Όταν ο Ρούζβελτ έγινε Πλανητάρχης
Το 1921 ο Φράνκλιν Ρούζβελτ αρρώστησε με πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα να καθηλωθεί σε αμαξίδιο. Όλοι πίστευαν πως αυτό ήταν το τέλος της πολιτικής του καριέρας. Όχι, όμως, η Έλινορ, η οποία αποφάσισε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο. Και τα κατάφεραν. Το 1932 νίκησε τον Herbert Hoover στις προεδρικές εκλογές και έγινε ο 32ος Προέδρος των ΗΠΑ.
Η ιδέα να μετακομίσει στον Λευκό Οίκο και να γίνει “Πρώτη Κυρία” δεν την ενθουσίαζε. Ειδικά, η ιδέα ότι θα έπρεπε να περιοριστεί στον… διακοσμητικό ρόλο του τίτλου. Αποφάσισε να έχει έναν ενεργό ρόλο και από τη θέση της να βοηθήσει τους φτωχούς και τους παραγκωνισμένους Αφροαμερικανούς που βίωναν τον ρατσισμό στο πετσί τους. Έτσι, η Έλινορ Ρούζβελτ πήρε υπό την προστασία της φτωχούς, άστεγους, γυναίκες, μαύρους, μέλη εθνικών μειονοτήτων, μετανάστες.
«Κανείς δεν μπορεί να σε κάνει να νοιώσεις κατώτερος χωρίς τη συγκατάθεσή σου», συνήθιζε να λέει.
Ο Ρούζβελτ κέρδισε την επανεκλογή του στον προεδρικό θώκο τις δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, το 1936 και το 1940 κι έγινε ο μοναδικός Πρόεδρος των ΗΠΑ με 3 συνεχόμενες θητείες. Στις εκλογές του 1944, κέρδισε και μια 4η προεδρική θητεία, όμως, δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει καθώς πέθανε στις 12 Απριλίου 1945, από εγκεφαλική αιμορραγία. Τον διαδέχθηκε στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών ο έως τότε αντιπρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν.
Η σχέση της με τη νεαρή δημοσιογράφο
Αυτό που έμεινε για πάντα μυστήριο, γύρω από την ζωή της, ήταν η φύση της σχέσης της με την δημοσιογράφο, Λορίνα Χίκοκ. Είχε σταλεί από το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press ως διαπιστευμένη ρεπόρτερ για να καλύπτει τις ειδήσεις για τον Λευκό Οίκο. Ρούσβλετ και Χίκοκ άρχισαν να περνούν καθημερινά πολύ χρόνο οι δυο τους. Έτσι, μια σχέση που ξεκίνησε σε καθαρά επαγγελματικά πλαίσια σύντομα εξελίχθηκε σε μια βαθιά φιλία.
Στο βιβλίο, Eleanor and Hick, η βιογράφος Susan Quinn γράφει: «Η Έλινορ δεν ένιωθε άνετα με τις δημόσιες περιπτύξεις, αλλά ήταν μερικές ημέρες, όπως σε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο που οι δύο γυναίκες κυκλοφορούσαν όλη μέρα μαζί, σαν ζευγάρι».
Τις δύο γυναίκες ένωσαν επίσης, τα κοινά βιώματα της παιδικής τους ηλικίας και ας προέρχονταν από δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Η σκέψη της παιδικής ηλικίας έφερνε και στις δύο αρνητικά συναισθήματα λύπης και δυστυχίας.
Όταν η Χίκοκ έφυγε για να επιστρέψει στη δουλειά της στη Νέα Υόρκη ξεκίνησε η μεταξύ τους ανταλλαγή αλληλογραφίας. Οι μακροσκελείς επιστολές τους ξεχείλιζαν από φράσεις όπως: «Κάνω τα πάντα για να σε κρατήσω κοντά μου», «Κανείς δεν σημαίνει ο,τι σημαίνεις εσύ για εμένα». Η δημοσιογράφος συνειδητοποίησε ότι της ήταν αδύνατο να καλύψει το θέμα της, δηλαδή τον Λευκό Οίκο, με αντικειμενικότητα και έτσι παραιτήθηκε από ρεπόρτερ.
Η Έλινορ τής βρήκε αμέσως άλλη δουλειά στο γραφείο του Χάρι Χόπκινς, υπεύθυνο μιας Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας που είχε οριστεί για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων της Οικονομικής ύφεσης που είχε ξεκίνησε το 1929 και έπληττε πιο έντονα από ποτέ τη χώρα.
Η επιδείνωση της υγείας της εξαιτίας του διαβήτη την ανάγκασε να παραιτηθεί από τη δουλειά της το 1936. Μετακόμισε στην Ουάσινγκτον για να εργαστεί στη Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή και για τα επόμενα πέντε χρόνια έζησε στο Λευκό Οίκο, κατόπιν πρόσκλησης της Έλινορ.
Η ακριβής φύση της σχέσης των δύο γυναικών οι οποίες συνδέθηκαν στενά μέχρι 1938 παραμένει άγνωστη και ένα από τα ερωτήματα που ακόμα απασχολούν τους σύγχρονους ιστορικούς σχετικά με τη ζωή μιας από τις πιο πύρινες μαχήτριες της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας.