Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε σαν σήμερα, ανήμερα της Πρωτομαγιάς το 1909. Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματά του, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών. Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεών του περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν.
«Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος. Εξάλλου, από πολύ νωρίς, έδειξε την αγωνιστική του έφεση και την επαναστατική του φύση που τον οδήγησαν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε.
Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Όμως, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης ήταν και ένας αγωνιστής της ζωής. Από νεαρή ηλικία βρέθηκε να παλεύει με τη φυματίωση, πέρασε μέρος των δημιουργικών του χρόνων στα σανατόρια, ενώ οι οικογενειακές συμφορές διαδέχονταν η μία την άλλη. Και όμως, όλα αυτά τα προσωπικά, κοινωνικά και πολιτικά ερεθίσματα αποτέλεσαν για τον Γιάννη Ρίτσο μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για την ποίησή του.
Η οικονομική καταστροφή της οικογένειάς του
Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας Ρίτσου. Ο πατέρας του Ρίτσου, Ελευθέριος Ρίτσος ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο και είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς τελείωσε μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του, Ελευθερία Βουζαναρά ήταν κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν ήταν ακόμα εκείνη 13 ετών και είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο.
Το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά, καθώς ο Ελευθέριος ήταν χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και τον Γιάννη το 1909.
Ο Γιάννης Ρίτσος από μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του τον υποστήριζε απόλυτα σ’ αυτή του την κλίση, ενώ αργότερα τον έγραψε ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Τα μαθήματα του σχολείου δεν τον τραβούσαν, όμως του άρεσε να χάνεται στη βιβλιοθήκη της μητέρας του, όπου εκεί συνάντησε για πρώτη φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα του. Το 1917 ήρθε η πρώτη συμφορά για την οικογένεια Ρίτσου, καθώς καταστράφηκε οικονομικά. με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια ή δόθηκαν σε ακτήμονες και οι Ρίτσοι, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, παρά μόνον αυτή, τα έχασαν σχεδόν όλα.
Ο θάνατος της μητέρας του και του αδελφού του
Λίγο καιρό αργότερα, ο αδελφός του ενώ σπούδαζε, ασθένησε με τον προάγγελο της φυματίωσης, την υγρά πλευρίτιδα. Ο πατέρας τους ξόδεψε πολλά λεφτά για τη θεραπεία του γιου του χωρίς όμως επιτυχία. Το 1921 ασθένησε από φυματίωση και η μητέρα του. Ο Δημήτρης δεν τα κατάφερε και πέθανε από φυματίωση στις 6 Αυγούστου 1921, ενώ τρεις μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 11 Νοεμβρίου, όταν η μητέρα τους έμαθε για τον θάνατο του παιδιού της, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή στην Πορταριά Μαγνησίας. Και τι τραγική σύμπτωση, 11 Νοέμβρη έφυγε από τη ζωή και ο μεγάλος μας ποιητής.
Στο μεταξύ, η αδελφή του Νίνα είχε παντρευτεί τον χωροφύλακα του χωριού και είχε φύγει από το σπίτι, με αποτέλεσμα η Λούλα και ο Γιάννης να μείνουν μόνοι.
Τα δύο αδέλφια, μετά από τα τραγικά αυτά γεγονότα, δέθηκαν πολύ. Περνούσαν δύσκολα οικονομικά και τα μόνα έξοδα που επέτρεπε στον εαυτό του, ήταν η συνδρομή του περιοδικού, στο οποίο μάλιστα δημοσίευσε το 1924-1925 τις πρώτες του συνεργασίες με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα».
Ο Γιάννης Ρίτσος νόσησε με φυματίωση
Τον Σεπτέμβριο του 1925, ο Γιάννης Ρίτσος και η αδελφή του, Λούλα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δακτυλογράφος σε γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά και άλλους διανοούμενους της εποχής. Έως το 1926, τα πράγματα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά η ασθένεια του.
Ο γιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, όπου, όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση. Επιστρέφοντας στην πατρώα γη, είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος εκτελέστηκε αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.
Στο σανατόριο του «Σωτηρία» γνωρίστηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα ο ένας στον άλλον και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση θα βρουν παρηγοριά. Μετά από τρία χρόνια στο “Σωτηρία” δεν είχε πια άλλα χρήματα για την παραμονή του. Έτσι, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες.
Ο Γιάννης Ρίτσος έστειλε ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών, μιλώντας για τα προβλήματα που βίωναν καθημερινά οι ασθενείς στο Άσυλο. Εκεί, στην Καψαλώνα συνέθεσε τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.
Ο χορευτής Ρίτσος και οι νέες συμφορές
Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύτηκε έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος συνέδραμε οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος βρήκε περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως.
Το 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπάθησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί.
Τον Οκτωβρίου του 1936, ο Γιάννης Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (και οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο έγραψε το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα.
Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, κατευθύνθηκε κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρισκόταν ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 είδε να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και έγραψε το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς έγραψε στο τελείωμα του τετράστιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.»
Η τραγική ιστορία πίσω από τον Επιτάφιο
Τον Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης.
Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσίευσε φωτογραφία, στην οποία απαθανατιζόταν η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του γιου της, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μαΐου του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.