Mια φορά
όταν ήμουν 14
οι δημιουργοί μού έφεραν
το μοναδικό που είχα ποτέ αίσθημα
τύχης.
στον πατέρα μου δεν άρεσαν
τα βιβλία ούτε
στη μητέρα μου άρεσαν
τα βιβλία (επειδή στον πατέρα μου
δεν άρεσαν τα βιβλία)
ιδίως εκείνα που έφερνα σπίτι
απ’ τη βιβλιοθήκη:
Ντ. Χ. Λόρενς
Ντοστογιέβσκι
Τουργκένιεφ
Γκόρκι
Α. Χάξλεϋ
Σίνκλερ Λούις
κι άλλους.
είχα το δικό μου υπνοδωμάτιο
μα στις 8 μ.μ.
όλοι μας έπρεπε να πάμε για ύπνο:
«Θέλεις πλούτη και τιμή;
Μην κοιμάσαι την αυγή»
έλεγε ο πατέρας μου.
«ΦΩΤΑ ΣΒΗΣΤΑ!» φώναζε.
ύστερα έπαιρνα το πορτατίφ
το έβαζα κάτω απ’ τα σκεπάσματα
και με τη ζέστη και το κρυφό φως
συνέχιζα να διαβάζω:
Ίψεν
Σαίξπηρ
Τσέχοφ
Τζέφερς
Θέρμπερ
Κόνραντ Έικεν
κι άλλους.
μου έφεραν τύχη και ελπίδα και
συναίσθημα σ’ ένα μέρος χωρίς τύχη
χωρίς ελπίδα, χωρίς συναίσθημα.
το πάλευα.
ζεσταινόμουν κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
κάποιες φορές το φωτιστικό άρχιζε να καπνίζει
ή τα σεντόνια – θα έπιαναν
φωτιά·
τότε έσβηνα το φωτιστικό,
το κρατούσα απέξω να
κρυώσει.
χωρίς εκείνα τα βιβλία
δεν είμαι και πολύ σίγουρος
πώς θα είχα
καταντήσει:
να παραληρώ· ο
φονιάς του πατέρα·
βλαμμένος· καθυστερημένος·
σε μουντή απελπισία.
όταν ο πατέρας μου φώναζε
«ΦΩΤΑ ΣΒΗΣΤΑ!»
είμαι σίγουρος πως φοβόταν
τoν καλογραμμένο λόγο
που εμφανιζόταν με ευγένεια
και φρόνηση
στην καλύτερη και
πιο ενδιαφέρουσα
λογοτεχνία μας.
Τσαρλς Μπουκόβσκι, «Για τον έρωτα», εκδόσεις Πατάκη, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/giani/mountains
Διαβάστε επίσης: