Search
Close this search box.

Αφιέρωμα στον Βασίλη Λογοθετίδη -Τι είχε αποκαλύψει ο Αλέκος Σακελλάριος για τον ταλαντούχο ηθοποιό

Ένας μύθος της υποκριτικής, με άπλετη υποκριτική γκάμα, που ταξίδευε τον θεατή από την κωμωδία στο δράμα και πάλι πίσω, ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν από τους πρώτους Έλληνες ηθοποιούς που υπηρέτησε σεμνά την τέχνη του και αποτελεί σύμβολο του πολιτισμού μας. Υπήρξε οδηγός και πηγή έμπνευσης για όλους τους νεότερους ηθοποιούς, που πάτησαν πάνω στους δικούς του κώδικες και προσπάθησαν να αφομοιώσουν το ψυχικό μεγαλείο που έβγαζε ο Λογοθετίδης σε κάθε του ερμηνεία.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και το πραγματικό του όνομα ήταν Βασίλης Ταυλαρίδης. Το επίθετο Λογοθετίδης το καθιέρωσε με το ντεμπούτο του στο θέατρο το 1919. Έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και αποφοίτησε από το περίφημο Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Πόλης το 1915. Το 1918, η οικογένεια Ταυλαρίδη μετακομίζει στην Αθήνα και ο νεαρός Βασίλης αρχίζει να ονειρεύεται την ζωή του ως ηθοποιός.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Σε ηλικία 18 ετών, ο Βασίλης αρχίζει να εμφανίζεται ως ερασιτέχνης ηθοποιός σε θεατρικές σκηνές της Κωνσταντινούπολης. Με τον ερχομό του στην Αθήνα, πείθει την Μαρίκα Κοτοπούλη να τον εντάξει στο θίασό της, μένοντας μαζί της για 27 ολόκληρα χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, ο θεατρικός «χαμαιλέοντας» Λογοθετίδης ερμηνεύει με την ίδια επιτυχία σχεδόν τα πάντα. Από κωμωδίες μέχρι δράματα, τόσο του κλασσικού όσο και του σύγχρονου ρεπερτορίου, η παρουσία του υπήρξε μνημειώδης και καθιερώνεται ως ένας από τους βασικότερους πρωταγωνιστές του θεάτρου.

Σταθμός στην καριέρα του υπήρξε η παράσταση «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία και αποτέλεσε την αφορμή για να πάρει την απόφαση το 1946, να ανεξαρτητοποιηθεί και να γίνει επιτέλους θιασάρχης. Προσηλωμένος πια αποκλειστικά στη νεοελληνική κωμωδία, ερμήνευσε περισσότερους από 100 ρόλους ελληνικών έργων, συμβάλλοντας καθοριστικά στην καθιέρωση μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων δραματουργών. Μέχρι και ο σπουδαίος Δημήτρης Ψαθάς είχε πει για τον Λογοθετίδη: «Ναι, αγαπάει το νεοελληνικό έργο, αλλά ο ίδιος είναι συμφορά για κάθε ευσυνείδητο συγγραφέα, γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβει ο συγγραφέας αν η επιτυχία οφείλεται στο έργο ή στον πρωταγωνιστή!». Κατάφερε να γράψει θεατρική ιστορία μέσα από αμέτρητες παραστάσεις, με πιο χαρακτηριστικές τις «Ένας Βλάκας και Μισός» και «Φαταούλας» του Δ. Ψαθά, «Ένας Ήρωας με Παντούφλες», «Ο Ηλίας του 16ου», «Δεσποινίς Ετών 39», «Ένα Βότσαλο στη Λίμνη» και «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» του αχτύπητου δίδυμου Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, αλλά και την «Δε Γυνή να Φοβάται τον Άντρα» του Τζαβέλλα.

Το 1957 ανέλαβε καλλιτεχνική περιοδεία στις ΗΠΑ, με σκοπό την καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών του κόσμου, δίνοντας παραστάσεις σε οκτώ αμερικάνικες πόλεις, όπου και θριάμβευσε. Κατά την υποδοχή του, μάλιστα, στην πόλη του Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος τον τίμησε με την «Χρυσή Κλείδα» της πόλης, κάτι που δεν είχε προηγούμενο για Έλληνα ηθοποιό.

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν ήδη μεσήλικας όταν ο ελληνικός κινηματογράφος «άρθρωνε τις πρώτες του λέξεις» και γινόταν ομιλών κινηματογράφος. Ο μεγάλος ηθοποιός είχε ήδη διαγράψει μία λαμπρή πορεία στο θέατρο, κυρίως στην κωμωδία που ήταν η μεγάλη του αγάπη. Έτσι, προσαρμόστηκε εύκολα στις κινηματογραφικές απαιτήσεις και με όχημα το άφθονο ταλέντο του, δεν έμενε παρά να σφραγίσει τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κινηματογραφικής κωμωδίας, προσφέροντας τα μέγιστα στην εξέλιξη της.

Το μοναδικό υποκριτικό του ταλέντο αποτυπώθηκε για πρώτη φορά το 1933, στην ταινία ελληνοτουρκικής παραγωγής «Ο Κακός Δρόμος» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, δίπλα στην Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κυβέλη. Μετά την θεατρική του επιτυχία, συνεργάστηκε με την Φίνος Φιλμ σε δύο ταινίες, με ερμηνείες που άφησαν εποχή. Η πρώτη, το 1948, στο έργο «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» – μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας – και η δεύτερη, το 1955, στο έργο «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά», όπου ερμηνεύει τον ρόλο του άπιστου συζύγου, Λαλάκη. Σταθμό, επίσης, στην σύντομη κινηματογραφική του καριέρα ήταν και η ταινία «Κάλπικη Λίρα» (1955) του Γιώργου Τζαβέλλα.

Μια συμμετοχή που θα αποτύπωνε, για μια ακόμα φορά, το σπουδαίο τάλαντο του Βασίλη Λογοθετίδη, ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος που του είχε ανατεθεί στην ταινία «Ο Ηλίας του 16ου». Τα προβλήματα υγείας, όμως, που είχαν καταβάλλει τον μεγάλο μας κωμικό, δεν του επέτρεψαν να κλείσει την καριέρα του και με αυτή την μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία. Έτσι, τον ρόλο του Ηλία τελικά υποδύθηκε επάξια, ο σπουδαίος μας επίσης κωμικός Κώστας Χατζηχρήστος.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ

Υπήρξε αγαπημένο ζευγάρι, τόσο στη ζωή όσο και στην σκηνή, με την ηθοποιό Ίλυα Λιβυκού, αλλά δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Όσοι τον έζησαν από κοντά, τον περιγράφουν ως μοναχικό άνθρωπο που απέφευγε τις κοσμικές εμφανίσεις και είχε αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο. Ο Δημήτρης Χορν είχε πει για τον Λογοθετίδη: «Αν δεν υπήρχε το εμπόδιο της γλώσσας, θα είχε αναγνωριστεί από όλο τον κόσμο σαν ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής μας».

ΘΑΝΑΤΟΣ

Δυστυχώς, έφυγε σχετικά νέος από τη ζωή, σε ηλικία 62 ετών, από καρδιακή προσβολή μέσα στο καμαρίνι του. Ο ξαφνικός του θάνατος άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στο χώρο της υποκριτικής και ιδιαίτερα της κωμωδίας. Δεν ήταν τυχαίο ότι στην κηδεία του – η οποία έγινε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών – τον συνόδευσαν 50.000 άνθρωποι που πλημμύρισαν τους δρόμους γύρω από την Μητρόπολη Αθηνών.

Tι είχε πει ο Αλέκος Σακελλάριος για τον Βασίλη Λογοθετίδη

Ένα βράδυ, καθόμασταν
με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο
στα παρασκήνια του θεάτρου

και βλέπαμε τον Βασίλη
στην παράσταση του έργου μας
”Οι Γερμανοί Ξανάρχονται”.

Σε μια σκηνή – του έχουν πει
ότι ο ”Γυαλάκιας” είναι απ’ έξω –

τρέχει προς την πόρτα και πηδάει
για να τον δει – αν είναι δυνατόν –
πάνω από τη μάντρα.

Έκανε ένα σάλτο τρομερό!
Λέει ο Χρήστος: ”Κοίτα τον!!

Αύριο να πάρουμε μια μεζούρα,
να δούμε πόσο πηδάει.”

Το επόμενο βράδυ πήραμε μια μεζούρα,
μαρκάραμε μέχρι πού έφτανε το πόδι του,

το μετρήσαμε και ήταν ένα μέτρο
και είκοσι εκατοστά άλμα εις ύψος.

Και ήταν και μεγάλος άνθρωπος.
Δεν το πηδούσαμε εμείς, παιδιά τότε.

”Ξέρεις πόσο πηδάς;” τον ρωτήσαμε.
Ούτε νοιάστηκε, ούτε τον ενδιέφερε.

Την Κυριακή
πήγαμε στο Καβούρι, που δεν είχε
καμία σχέση με το σημερινό Καβούρι.
Ήταν παρθένο δάσος.

Και καθώς πηγαίναμε,
είδαμε μπροστά μας ένα μαντράκι,

που δεν ήταν ούτε εξήντα πόντοι.
Το πηδήσαμε και προχωρήσαμε.

Ο Λογοθετίδης σταμάτησε
και πήγε από την άλλη πλευρά.

– Ρε Βασίλη, του λέω, γιατί πας βόλτα;
– Δε μπορώ να το πηδήσω, μου απαντά.
– Στο θέατρο πώς μπορείς;

Κάθε βράδυ πηδάς 1 και 20 και δε
μπορείς εδώ να πηδήσεις 60 πόντους;

– Στο Θέατρο! Στο Θέατρο!!, μου είπε.

Το Θέατρο, του Λογοθετίδη,
του επέβαλε τα πάντα.

Αν του έλεγαν: ”Θα κάνεις
τον πρωταθλητή του επί κοντώ

και πρέπει να πηδήσεις 5 και 80”,
θα πηδούσε! Αυτός ήταν ο Βασίλης…

Αλέκος Σακελλάριος

Διαβάστε επίσης

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα