Εντυπωσιακή, δυναμική και ταλαντούχα, η Ζωή Λάσκαρη ήταν μια ατόφια σταρ με ένα κράμα λάμψης, ευαισθησίας και γυναικείας μαγκιάς που δύσκολα ξεχνιέται. Με το πιο ντελικάτο βάδισμα στον ελληνικό κινηματογράφο, η μούσα του Φίνου και του Δαλιανίδη πρωταγωνίστησε σε ταινίες-σταθμούς και κέρδισε το χειροκρότημα που της άξιζε.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και το πραγματικό της όνομα ήταν Ζωή Κουρούκλη. Ήταν οκτώ μηνών όταν σκοτώθηκε ο πατέρας της στη διάρκεια του εμφυλίου και σε ηλικία επτά ετών πεθαίνει και η μητέρα της. Μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά της και φοιτεί στη σχολή Βαλαγιάννη για να συνεχίσει “εσωτερική” στη σχολή καλογραιών Καλαμαρί.
Σε νεαρή ηλικία έπαιζε με αξιώσεις μπάσκετ στον ΒΑΟ και τον Άρη Θεσσαλονίκης , όμως όλα άλλαξαν όταν το 1959 δήλωσε συμμετοχή – κρυφά από τους κηδεμόνες της – στα Καλλιστεία. Ταξιδεύει στην Αθήνα και τελικά κερδίζει τον κορυφαίο τίτλο για να στεφτεί Σταρ Ελλάς σε ηλικία 15 ετών. Αμέσως μετά, φεύγει για τις ΗΠΑ για να λάβει μέρος στη διεθνή διοργάνωση Μις Υφήλιος και καταλήγει να μείνει εκεί δύο χρόνια, δουλεύοντας ως μοντέλο σε διαφημιστικά. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και παράλληλα με τους πρώτους της κινηματογραφικούς ρόλουςδίνει εξετάσεις και περνά ως εξαιρετικό ταλέντο στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη , απ’ όπου αποφοιτεί το 1963.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Το 1961, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα, την εντοπίζει ο Γιάννης Δαλιανίδης που αναζητά την πρωταγωνίστρια για τον «Κατήφορο» της Φίνος Φιλμ. Το πρώτο δοκιμαστικό δεν τον πείθει, όμως η δεύτερη ευκαιρία που της δίνει θα είναι καθοριστική. Έτσι, σε ηλικία 17 ετών «γεννιέται» η Ζωή Λάσκαρη με νονό τον Γιάννη Δαλιανίδη και τον Φιλοποίμενα Φίνο (λόγω και της συνωνυμίας με την εξαδέλφη της Ζωή Κουρούκλη που ήταν ήδη γνωστή τραγουδίστρια). Χωρίς να έχει προηγούμενη εμπειρία υποκριτικής, η ερμηνεία της στον «Κατήφορο» καθηλώνει το ελληνικό κοινό και της προσφέρει το διαβατήριο για μία λαμπρή καριέρα, χέρι-χέρι με τον Φίνο και τον Δαλιανίδη.
Ήταν η μόνη ηθοποιός στον ελληνικό κινηματογράφο που συνεργάστηκε μόνο με μια εταιρία παραγωγής, την Φίνος Φιλμ, γυρίζοντας συνολικά 23 ταινίες-διαμάντια, κάτι που αποτελεί ρεκόρ και για πρωταγωνιστικούς γυναικείους ρόλους. Από αυτές τις ταινίες οι 21 ήταν σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη (συν τα «Αγάπη για Πάντα» του Βασίλη Γεωργιάδη και «Αιχμάλωτοι του Μίσους» του Νίκου Φώσκολου). Δεν δίστασε να τσαλακώσει την εικόνα της και αρνήθηκε να τυποποιηθεί. Ερμήνευσε δυνατούς δραματικούς ρόλους, ξεκαρδιστικές κωμωδίες και φαντασμαγορικά μιούζικαλ, με την ίδια ευκολία, αποδεικνύοντας το υποκριτικό της εύρος. Ξεχωρίζουν οι ρόλοι της στις ταινίες «Ο Κατήφορος,», «Νόμος 4000», «Στεφανία», «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», «Ιστορία μιας Ζωής», «Κορίτσια για Φίλημα» και «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες».
Το 1982 έκανε μια σύντομη επιστροφή στον κινηματογράφο, στην ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Αναμέτρηση», ενώ χρειάστηκε να περάσουν 32 χρόνια για να εμφανιστεί ξανά μπροστά από κινηματογραφική κάμερα με ένα μικρό ρόλο στην ταινία «The Republic» του Δημήτρη Τζέτζα.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Η “δύση” του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου θα στρέψει την προσοχή της Λάσκαρη στο θέατρο το οποίο θα εξελιχθεί στη μεγάλη της αγάπη. Με ελάχιστη εμπειρία στο σανίδι, κάνει το 1970 την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στην Αθήνα με το έργο «Μαριχουάνα Στοπ». Ακολουθούν οι μεγάλες θεατρικές επιτυχίες «Ξυπόλητοι στο Πάρκο» (1977), «Η Κυρία του Μαξίμ» (1979) και το «Miss Πέπσι» (1984) για τις οποίες απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές. Πιστή λάτρης του θεάτρου και του κλασικού ρεπερτορίου συνέχισε έως και τη δεκαετία του 1990 να παρουσιάζει μεγάλα έργα του παγκόσμιου θεάτρου, σε συνεργασία με μεγάλους Έλληνες σκηνοθέτες. Συνεργάζεται με τον Μίνω Βολανάκη («Καινούρια Σελίδα», «Τρελοί για Έρωτα»), τον Ανδρέα Βουτσινά («Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ», «Ορφέα στον Άδη», «Τρείς Ψηλές Γυναίκες») και τον Σταύρο Τσακίρη («Ταξίδι μιας Μεγάλης Μέρας μέσα στη Νύχτα»).
Η συνεργασία της με τον Μιχάλη Κακογιάννη στις «Τρωάδες» το 1997 έτυχε θερμής υποδοχής από τον Τύπο και της έδωσε την ευκαιρία να παίξει στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Το 2003 ίδρυσε την δική της θεατρική σκηνή στον πολυχώρο Αθηναΐδα και το 2005 ανέβασε το έργο «Διαμάντια και Μπλουζ», σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά αποσπώντας θερμές κριτικές για την προσέγγισή της στο ρόλο. Τις σεζόν 2011-2013 συνεργάζεται με τον διεθνούς φήμης Ρώσο σκηνοθέτη Adolf Shapiro (στο «Ρόουζ») ενώ η τελευταία θεατρική της εμφάνιση ήταν την περίοδο 2016-17, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση «Νύφη Κουράγιο», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Νίκου Μουτσινά, όπου μοιράζονταν τη σκηνή με την κόρη της Μαρία-Ελένη Λυκουρέζου.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Παρότι από νεαρή ηλικία ήταν μια “σούπερ σταρ” (για τα μέτρα της εποχής), παρέμεινε ένα προσγειωμένο και πρόσχαρο κορίτσι, και για αυτό ο Φιλοποίμην και η Τζέλλα Φίνου της έτρεφαν ιδιαίτερη αδυναμία.
Στη ζωή της έκανε δύο γάμους, έχοντας προηγηθεί σε νεαρή ηλικία ένας επιπόλαιος αρραβώνας όσο ήταν ακόμα στην Αμερική. Το 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Μάρθα. Το ζευγάρι χώρισε οριστικά την άνοιξη του 1971. Το 1976 παντρεύτηκε τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο με τον οποίο απέκτησε μια ακόμη κόρη, την Μαρία-Ελένη. Το 1997 έγινε γιαγιά της Ζένιας από τον γάμο της Μάρθας με τον Βλάση Μπονάτσο. Βέβαια, η προσωπική της ζωή αποτελούσε διαχρονικά αγαπημένο θέμα για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πολλές σχέσεις της είχαν συζητηθεί, όπως το ειδύλλιό της με τον Τόλη Βοσκόπουλο το διάστημα μεταξύ των δύο γάμων της.
H Ζωή Λάσκαρη πέθανε αιφνιδίως στις 18 Αυγούστου του 2017, σε ηλικία 73 ετών.