Σαν χθες, στις 13 Απριλίου 1984, φεύγει από τη ζωή ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και σινεμά. Σαράντα χρόνια μετά, η μνήμη του παραμένει ολοζώντανη, το ταλέντο του μοναδικό.

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους καρατερίστες κωμικούς ηθοποιούς της γενιάς του. Είχε πηγαίο ταλέντο, αυθορμητισμό, μοναδική δεξιότητα στους χειρισμούς των κωδίκων της κωμωδίας και αν δεν ερμήνευσε ποτέ μεγάλους ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου τους οποίους θα μπορούσε με άνεση να υπηρετήσει στο θέατρο, η δημοφιλία του και η θερμή αναγνώριση που είχε από τους συναδέλφους του ηθοποιούς εξισορροπούσε την έλλειψη πρωτοκλασάτης καταξίωσης.

Οι ατάκες του έγραψαν ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο – η ακατέργαστη ζωτικότητα του και το καθοριστικό ηχόχρωμα της φωνής του δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθούν από  βροντερές ατάκες όπως «Γκόρτσος, Γκόρτσος!» («Τζένη, Τζένη», 1966) ή άλλες πιο τρυφερές σαν το «Ρε παιδιά, τι συμβαίνει; Γιατί πιανόσαστε;» («Δεσποινίς διευθυντής», 1964), καθιστώντας τον αντιπροσωπευτικό πρότυπο Έλληνα πατριάρχη, επιχειρηματία, αγρότη, καθηγητή, όλοι τους ρόλοι με τους οποίους ταυτίστηκε στη μεγάλη οθόνη.

TA ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Διακοφτό Κορινθίας, σε οικογένεια με άλλα επτά αδέλφια. Από νεαρή ηλικία έδειξε έφεση στον αθλητισμό (ακόντιο και ποδόσφαιρο), στους παραδοσιακούς χορούς και τις τέχνες. Μετακόμισε στο Αίγιο για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο, στην τελευταία τάξη του οποίου συμμετείχε σε μια θεατρική παράσταση με μεγάλη επιτυχία και συνειδητοποίησε πως είχε ιδιαίτερο ταλέντο στην υποκριτική. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, όμως, συνάντησε την αντίδραση των γονιών του για σπουδές υποκριτικής. Εκείνος παρέμεινε δραστήριος ανεβάζοντας ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις στο Διακοφτό. Χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια για να καταφέρει να φύγει για την Αθήνα υπό την πρόφαση ότι θα σπούδαζε δημοδιδάσκαλος. Έγινε δεκτός (μετά από μια πρώτη απόρριψη) στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε το 1938.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Αποφοιτώντας από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ξεκίνησε με ρόλους κλασσικού ρεπερτορίου. Πρώτη του εμφάνιση στο ανέβασμα του «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ (θεατρική περίοδος 1938-39) δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη, τον Θάνο Κοτσόπουλο, τον Στέλιο Βόκοβιτς, τον Αλέξη Μινωτή και το Μάνο Κατράκη. Συνέχισε στο Εθνικό Θέατρο μέχρι την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου, οπότε και κλήθηκε να πολεμήσει στο μέτωπο της Αλβανίας το χειμώνα 1940-41. Μετά τη Γερμανική εισβολή και τη συνθηκολόγηση γύρισε στην Αθήνα όπου συνέχισε να δουλεύει σε θεατρικές παραστάσεις με ελεύθερους θιάσους. Το 1942 παίζει στο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν που ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη, παράσταση που αποτέλεσε το ντεμπούτο της Έλλης Λαμπέτης στο θέατρο.

Επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο το 1946, όπου έμεινε μέχρι το 1950. Την περίοδο αυτή ανδρώθηκε μέσα από ρόλους σε παραστάσεις όπως «Πολύ Κακό για το Τίποτα» του Σαίξπηρ, «Ο Βασιλικός» του Αντώνιου Μάτεσι, «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν, «Το Φυντανάκι» του Παντελή Χορν, «Αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη και «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Τη θεατρική περίοδο 1963-64 συγκρότησε δικό του θίασο, και μαζί με την Τζένη Καρέζη και τον Νίκο Κούρκουλο ανέβασαν την ιστορική παράσταση «Η Γειτονιά Των Αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η εμπορική αποτυχία της παράστασης οδήγησε σε εσπευσμένη αλλαγή έργου, οδηγώντας όμως σε μια τεράστια εμπορική επιτυχία. Ήταν Χριστούγεννα του 1963 όταν με τον ίδιο θίασο ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ανέβασε στο θέατρο Ρεξ το «Δεσποινίς Διευθυντής» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, έργο που την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τη Φίνος Φιλμ.

Στη θεατρική του καριέρα υπηρέτησε τόσο Έλληνες όσο και ξένους συγγραφείς με την ίδια επιτυχία. Συνεργάστηκε με αξιόλογους θιάσους (Μαρίκας Κοτοπούλη, Αρώνη – Χορν, Χατζίσκου – Συνοδινού, Μουσούρη και του Ντίνου Ηλιόπουλου), ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους. Ίσως η μεγαλύτερή στιγμή της πορείας του στο θέατρο ήταν το 1973 όταν συμμετείχε στο επεισοδιακό ανέβασμα της παράστασης «Το μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Στην παράσταση αυτή ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έπαιζε τέσσερις διαφορετικούς ρόλους στο πλευρό της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου. Η παράσταση, αν και λογοκριμένη, είχε τεράστια απήχηση στο κοινό της Αθήνας. Οι παραστάσεις διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα από τον Οκτώβριο ως το Δεκέμβριο του 1973. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, τον Αύγουστο του 1974, το έργο ξανανέβηκε με εξίσου μεγάλη επιτυχία.

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Στη φιλμογραφία του περιλαμβάνονται τουλάχιστον 130 ταινίες στις οποίες, άλλοτε πρωταγωνιστούσε, άλλοτε είχε δεύτερους αλλά ουσιαστικούς ρόλους. Διακρίθηκε στον ρόλο του πατέρα στις κωμωδίες, ωστόσο ερμήνευσε πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες, χρωματίζοντάς τους με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Δυνατό βλέμμα, θαυμαστή αρμονία ύφους, χειρονομιών και κοφτερής ατάκας. Γκρινιάρης, φωνακλάς, ραδιούργος, αλλά συχνά αφελής, καλοκάγαθος και τρυφερός. Το βέβαιο είναι ότι ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ποτέ δεν πέρασε απαρατήρητος από την οθόνη, κλέβοντας πάντα την παράσταση με την ερμηνεία του.

Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε το 1947 στην ταινία «Παιδιά της Αθήνας» του Τάκη Μπακόπουλου. Το 1954 συμμετέχει στο «Ποντικάκι» του Νίκου Τσιφόρου, ταινία στην οποία έκανε το ντεμπούτο της η Αλίκη Βουγιουκλάκη και θεωρείται μία από τις πρώτες αστυνομικές ταινίες δράσης στον ελληνικό κινηματογράφο.

Στη Φίνος Φιλμ γύρισε 31 ταινίες κάνοντας ισάριθμες επιτυχίες. Ξεκίνησε με ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στην ταινία «Μια Ζωή Την Έχουμε» (1958) του Γιώργου Τζαβέλλα, για να συνεχίσει την επόμενη χρονιά σε δύο επιτυχίες του Αλέκου Σακελλάριου («Ο Ηλίας του 16ου» και «Το Ξύλο Βγήκε Από Τον Παράδεισο»). Στην κινηματογραφική μεταφορά του «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964) κλέβει την παράσταση στο ρόλο του πατέρα της Τζένης Καρέζη, ένα «πατρικό» ρόλο που θα επαναλάμβανε στα «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια» (1965) και «Τζένη Τζένη» (1966). Οι ρόλοι του στις ταινίες «Γαμπρός από το Λονδίνο» (1967), «Φωνάζει ο Κλέφτης» (1967), και «Κάτι Κουρασμένα Παληκάρια» (1967) γέννησαν ατάκες που χρησιμοποιούνται ως και σήμερα στην καθημερινότητα.

Αξιομνημόνευτες και οι συνεργασίες του με τον Θανάση Βέγγο, με τον οποίο συχνά συγκροτούσε ένα δυναμικό δίπολο σε ταινίες όπως «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ένα Ασύλληπτο Κορόιδο», «Ένας Ξένοιαστος Παλαβιάρης» και «Ο Τσαρλατάνος». Ο «Νιόνιος» είχε επίσης τον κεντρικό ρόλο στην τελευταία παραγωγή της Φίνος Φιλμ, το «Ο Κυρ Γιώργης Εκπαιδεύεται» (1977) σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, μεταφέροντας στο πανί μια εκδοχή του αγαπημένου ρόλου που ενσάρκωνε εκείνη την περίοδο στην υπερ-επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Λούνα Παρκ».

Αν και συνήθως ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος μνημονεύεται κυρίως για τους κωμικούς χαρακτήρες του, έχει στο ενεργητικό του συμμετοχές σε σπουδαίες δραματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσά τους η «Στέλλα» (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, η «Λόλα» (1964) του Ντίνου Δημόπουλου, «Το Κανόνι και το Αηδόνι» (1968) των Ιάκωβου και Γιώργου Καμπανέλλη και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που ήταν και η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση (δίπλα στον Μάνο Κατράκη με τον οποίον είχε μοιραστεί τη σκηνή και στην πρώτη θεατρική παράσταση της καριέρας του).

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ

Αν και – όπως λέγεται – ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος είχε μεγάλη αδυναμία στο γυναικείο φύλο, δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Το 1968 τιμήθηκε με ειδική μνεία Β’ Ανδρικού ρόλου στο 9ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία «Το Κανόνι και το Αηδόνι» των Ιάκωβου και Γιώργου Καμπανέλλη. Προς τιμήν του έχει τοποθετηθεί στη γενέτειρά του, το Διακοφτό, προτομή που φιλοτέχνησε η γλύπτρια Αλίκη Χατζή.

ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος πέθανε αιφνιδίως στις 13 Απριλίου 1984, σε ηλικία 72 ετών.

Διαβάστε επίσης